173/2017 ΤρΕφΛαρ (νόμιμη κλήτευση ΑΕ – αναγνώριση ακυρότητας απόφασης ΓΣ και συμβάσεων με μέλη ΔΣ)

173/2017

Πρόεδρος: Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα

Εισηγητής: Νικ. Πουλάκης

Δικηγόροι: Βύρων Αντωνιάδης, Θεοκτή Αδαμακίδου

Νόμιμη κλήτευση ΑΕ με θυροκόλληση στο κατάστημά της λόγω απουσίας του νόμιμου εκπροσώπου ή κάποιου εκ του νόμου προσώπων. Η μη παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στους εκκαθαριστές δεν καθιστά απαράδεκτη την κλήτευση, διότι κατά την εκκαθάριση η εταιρία θεωρείται ότι υπάρχει για τις ανάγκες της στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις της.

Τελεσίδικη αναγνώριση ακυρότητας απόφασης έκτακτης ΓΣ και μη νομιμότητα του εκλεχθέντος εξ αυτής ΔΣ.

Αμετάκλητη αναγνώριση ακυρότητας συμβάσεων πράξεων της εταιρίας (πώλησης και δανείου) με εναγόμενα μέλη του μη σύννομου ΔΣ, λόγω εκπροσώπησής της από άκυρο ΔΣ εν γνώσει εναγομένων.

Ακυρότητα και σύμβασης της εταιρίας με τρίτον λόγω μη νόμιμης εκπροσώπησής της, αλλά μη αναγνώριση ακυρότητας αφού η αγωγή δεν στρέφεται και κατά του αντισυμβαλλομένου της.

Για καταβολή μερίσματος στους μετόχους αναγκαία απόφαση τακτικής ΓΣ και μη αρμοδιότητα ΔΣ επί τούτου, διό τυχόν παράνομη συγκρότηση αυτού και ακυρότητα αποφάσεών του δεν θίγει το κύρος απαίτησης μερίσματος εγκριθέντος από τακτική ΓΣ.

Νόμιμη σύμβαση εργασίας καταρτισθείσα από την ΑΕ σε χρόνο πριν την άκυρη εκλογή του ΔΣ.

{…} 2. Από τις εκθέσεις επίδοσης δικογράφου με αριθμούς …/14.7.2010, τις οποίες συνέταξε η δικαστική επιμελήτρια Α. Ρ. και προσκόμισε νόμιμα ο εκκαλών της ένδικης έφεσης (Κ. Χ.) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με επίκληση, σε συνδυασμό προς τις συνημμένες στις ανωτέρω εκθέσεις επίδοσης αποδείξεις του άρθρου 128 § 4-β-γ ΚΠολΔ, τις οποίες συνέταξε η ίδια δικαστική επιμελήτρια και υπέγραψαν ο αξιωματικός υπηρεσίας του Α.Τ. Ν. Μ., Χ. Π., ανθυπαστυνόμος και η αρμόδια υπάλληλος των ΕΛ.ΤΑ. Β., Κ. Ν., προκύπτει ότι η 7η εφεσίβλητη της έφεσης αυτής, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Τ.-Χ. ΑΕ», κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, προκειμένου να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 17.9.2010 και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Ειδικότερα, η κλήτευση αυτής της εφεσίβλητης διενεργήθηκε με θυροκόλληση αντιγράφου της 1ης ένδικης έφεσης, όπου ήταν συνημμένη πράξη ορισμού της 26.3.2010 ως δικασίμου και κλήση για συζήτηση, και αντιγράφου του πινακίου αστικών υποθέσεων της δικασίμου 26.3.2010 του Εφετείου Λάρισας, όπου υπήρχε σημείωση του προέδρου του δικαστηρίου αυτού ότι αναβλήθηκε η συζήτηση της έφεσης αυτής για τη δικάσιμο της 17.9.2010 και κλήση για συζήτηση, στη θύρα του καταστήματος αυτής της διαδίκου, το οποίο κείται στην ΒΙ.ΠΕ. Β., επειδή κατά τη στιγμή της επίδοσης δεν βρισκόταν εκεί ο νόμιμος εκπρόσωπος της διαδίκου ούτε κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 129 §1 ΚΠολΔ, (βλ. άρθρα: 126 §1, 127 §1, 129 §§ 1-2, 128 §4 ΚΠολΔ). Το γεγονός ότι η κλήτευση της ανωτέρω διαδίκου εταιρίας διενεργήθηκε με τον τρόπο που αναφέρθηκε, και όχι με παράδοση των προς επίδοση εγγράφων στους διορισμένους εκκαθαριστές της εταιρίας, δεν καθιστά απαράδεκτη την κλήτευση, διότι στη διάρκεια της εκκαθάρισης η εταιρία θεωρείται ότι υπάρχει και ότι λειτουργεί για τις ανάγκες της εκκαθάρισης στις προηγούμενες εγκαταστάσεις της, εφόσον υφίστανται αυτές, όπως στην επίδικη υπόθεση.

{…} 3. Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) Κ. Χ., άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατά των εναγομένων 1) Ν. Τ., 2) Α. συζ. Ν. Τ., 3) Α. Μ., 4) Ν. Τ., 5) Π. Α., 6) Α. Τ. και 7) της εταιρίας με την επωνυμία «Τ.-Χ. ΑΕ» την από 20.4.2005 και με αριθμό κατ. 237/21.4.05 αγωγή του, με την οποία ισχυρίστηκε ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, κατέχοντες ποσοστό 25% έκαστος του μετοχικού κεφαλαίου της έβδομης εναγομένης, συγκάλεσαν έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τ.-Χ. ΑΕ», της οποίας αυτός είναι μέτοχος κατά ποσοστό 50%, για να εκλέξουν διοικητικό συμβούλιο αυτής. Ότι με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αυτής, διορίστηκαν ως μέλη του νέου διοικητικού Συμβουλίου οι εναγόμενοι, πλην, όμως, η γενική αυτή συνέλευση αναγνωρίστηκε τελεσίδικα ως άκυρη, με την υπ’ αριθμ. 263/2002 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, που δημοσιεύτηκε στις 8.4.2002, με συνέπεια να είναι άκυρες όλες οι πράξεις και αποφάσεις του παράνομου διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Ότι παρόλα αυτά οι δύο πρώτοι εναγόμενοι φέρεται ότι έχουν απαιτήσεις εναντίον της εταιρίας, οι οποίες δημιουργήθηκαν από 6.11.1999 έως 8.4.2002, όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή του, καθώς και ότι μεταξύ των άκυρων πράξεων του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνεται δανεισμός χρημάτων και αγορά εμπορευμάτων από τον W. S. και ότι στη διάρκεια του επιδίκου χρονικού διαστήματος οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και τρίτοι (Α. Μ. – εναγόμενος, Κ. Σ. και Ά. Κ.), τους οποίους φέρεται ότι προσέλαβε το παράνομο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας ως εργαζόμενους αυτής, ενέγραψαν προσημειώσεις υποθήκης σε βάρος της εταιρίας για απαιτήσεις τους εναντίον της. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα όλων των πράξεων και αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 6.11.1999 και εφεξής και επίσης να αναγνωριστεί ότι κατά το άνω χρονικό διάστημα η εταιρία δεν είχε διοίκηση και συνεπώς, ήταν άκυρες και παράνομες οι κάθε μορφής επιδόσεις προς αυτήν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας ερήμην του τέταρτου, πέμπτου και έβδομης των εναγομένων, κατά τη γενική (τακτική) διαδικασία εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 267/2007 οριστική απόφασή του με την οποία έκαμε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα μόνον δύο πράξεων και αποφάσεων του διοικητικού Συμβουλίου της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας «και συγκεκριμένα τη σύμβαση πωλήσεως μεταξύ αυτού (πρώτου εναγομένου) και ΑΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 16.2.2001 μέχρι 14.5.2001, σύμφωνα με την οποία πώλησε και παρέδωσε σ’ αυτήν εμπορεύματα συνολικής αξίας με το ΦΠΑ 31.247,93 Ε, τη σύμβαση δανείου που συνάφθηκε μεταξύ αυτού (πρώτου εναγομένου) και της ΑΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 28.11.2000 μέχρι 8.6.2002, σύμφωνα με την οποία κατέθεσε δήθεν τμηματικά στο ταμείο της ως άνω ΑΕ το συνολικό ποσό των 40.284,79 Ε και πέτυχε για την παραπάνω αιτία την έκδοση της με αριθμό 215/2003 διαταγής πληρωμής του δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου». Κατά της αποφάσεως αυτής ο, εν μέρει νικήσας, ενάγων άσκησε την από 7.8.2008 και με αριθμό κατ. 300/9.10.08 έφεσή του, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

4. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 6.11.1999 οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, Ν. Τ. και Α. Τ., σύζυγοι μεταξύ τους, συγκάλεσαν έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τ.-Χ. ΑΕ», προκειμένου να προβεί στην εκλογή διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας αυτής ανήκε τότε κατά ποσοστό 25% στον πρώτο εναγόμενο, Ν. Τ., κατά ποσοστό 25% στη δεύτερη εναγομένη, Α. Τ., και κατά ποσοστό 50% στον ενάγοντα Κ. Χ.. Στη συγκεκριμένη έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας δεν έλαβε μέρος ο ενάγων, διότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι παρέλειψαν σκόπιμα να τον ενημερώσουν έγκαιρα και να τον καλέσουν να συμμετάσχει σε αυτή. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια όχι μόνο να μη συγκληθεί νόμιμα η ανωτέρω γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας αλλά, επίσης, να αποκλειστεί ο ενάγων από αυτή παράνομα. Στη διάρκεια εκείνης της γενικής συνέλευσης εκλέχτηκαν ομόφωνα ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας οι ήδη εναγόμενοι, Ν. Τ., Α. Τ., Α. Μ., Ν. Τ., Π. Α. και Α. Τ.. Ο ενάγων, μόλις πληροφορήθηκε το ανωτέρω γεγονός, δηλαδή τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης της εταιρίας και την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου αυτής, προσέφυγε στη δικαιοσύνη, ήτοι άσκησε αγωγή (με αριθ. κατάθ. 178/20.3.2000) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ως άκυρη η απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης της εταιρίας περί εκλογής διοικητικού συμβουλίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εκείνη με την υπ’ αριθμ. 561/2000 απόφασή του, αλλά ο ενάγων άσκησε έφεση εναντίον της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Εφετείου Λάρισας), η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 263/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση (αριθμ. 561/2000 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου), έγινε δεκτή η αγωγή εκείνη και αναγνωρίστηκε ως άκυρη η απόφαση της από 6.11.1999 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της τότε εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «Τ.-Χ. ΑΕ» περί εκλογής διοικητικού συμβουλίου αυτής. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να αποβαίνει μη σύννομο το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο εκλέχτηκε με την ανωτέρω άκυρη απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της. Η απόφαση αριθμ. 263/2002 του Δικαστηρίου τούτου δημοσιεύτηκε στις 8.4.2002. Μέχρι να δημοσιευτεί η ανωτέρω απόφαση (αριθμ. 263/2002) του Δικαστηρίου τούτου, το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας που εκλέχτηκε στις 6.11.1999 από την (αναγνωρισθείσα ως άκυρη) έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της, άσκησε διάφορες πράξεις διοίκησης της εταιρίας και διαχείρισης της περιουσίας της.

Μεταξύ των πράξεων αυτών περιλαμβάνονται και οι εξής: ι) Σύμβαση πώλησης, η οποία φέρεται ότι συνάφθηκε μεταξύ του πρώτου εναγομένου, Ν. Τ., και της εταιρίας, η οποία είχε ως αντικείμενο την πώληση διαφόρων εμπορευμάτων, συνολικής αξίας 31.247,93 Ε (με τον Φ.Π.Α.), από τον πρώτο εναγόμενο προς την εταιρία, τα οποία φέρεται ότι παρέδωσε ο πρώτος εναγόμενος στην εταιρία στη διάρκεια του χρονικού διαστήματος από 16.2.2001 έως 14.5.2001. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση της αντίστοιχης αξίωσής του, ο πρώτος εναγόμενος επέτυχε να εκδοθεί εναντίον της εταιρίας η διαταγή πληρωμής με αριθμ. 179/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, την οποία χρησιμοποίησε στη συνέχεια, για να εγγράψει στις 5.9.2003, στον τόμο … και αριθμό … των βιβλίων υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Βόλου, προσημείωση υποθήκης υπέρ αυτού και σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της εταιρίας, για το ποσό των 32.445 Ε. Η ανωτέρω σύμβαση πώλησης πάσχει από ακυρότητα, διότι κατά τη σύναψή της η εταιρία εκπροσωπήθηκε από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είχε εκλεγεί άκυρα. Ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε το γεγονός αυτό, (δηλαδή την εκπροσώπηση της εταιρίας από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είχε εκλεγεί άκυρα). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και αναγνώρισε την ακυρότητα της ανωτέρω σύμβασης, δεν έσφαλε.

ιι) Σύμβαση δανείου, η οποία φέρεται ότι συνάφθηκε μεταξύ του πρώτου εναγομένου, Ν. Τ. και της εταιρίας, η οποία είχε ως αντικείμενο τη χορήγηση δανείου, συνολικού ποσού 40.284,79 Ε από τον πρώτο εναγόμενο προς την εταιρία, το οποίο φέρεται ότι κατέθεσε τμηματικά ο πρώτος εναγόμενος στο ταμείο της εταιρίας στη διάρκεια του χρονικού διαστήματος από 28.11.2000 έως 18.6.2002. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ικανοποίηση της αντίστοιχης αξίωσής του, ο πρώτος εναγόμενος επέτυχε να εκδοθεί εναντίον της εταιρίας η διαταγή πληρωμής αριθμ. 215/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, την οποία χρησιμοποίησε στη συνέχεια, για να εγγράψει στις 17.10.2003, στον τόμο … και αριθμό … των βιβλίων υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Βόλου, προσημείωση υποθήκης υπέρ αυτού και σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της εταιρίας, για το ποσό των 42.000 Ε. Η ανωτέρω σύμβαση δανείου πάσχει από ακυρότητα, διότι κατά τη σύναψή της η εταιρία εκπροσωπήθηκε από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είχε εκλεγεί άκυρα. Ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε το γεγονός αυτό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και αναγνώρισε την ακυρότητα της ανωτέρω σύμβασης, δεν έσφαλε.

{…} ιν) Σύμβαση πώλησης, η οποία φέρεται ότι συνάφθηκε μεταξύ του W. S. και της εταιρίας, η οποία είχε ως αντικείμενο την πώληση διαφόρων εμπορευμάτων, συνολικής αξίας 9.023.500 δρχ, ήδη 26.481,30 Ε, πλέον Φ.Π.Α., ποσού 4.766,63 Ε, ήτοι συνολικού ποσού 31.247,93 Ε (με τον Φ.Π.Α.), από τον W. S. προς την εταιρία, τα οποία φέρεται ότι παρέδωσε ο πωλητής στην εταιρία στη διάρκεια του επίδικου χρονικού διαστήματος, αλλά η εταιρία δεν του κατέβαλε το τίμημα αυτών, με συνέπεια να του οφείλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Προκειμένου να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της αντίστοιχης αξίωσής του, ο W. S. επέτυχε να εκδοθεί εναντίον της εταιρίας η διαταγή πληρωμής με αριθμ. 1293/20.5.2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, την οποία χρησιμοποίησε στη συνέχεια, για να εγγράψει στις 27.6.2003, στον τόμο … και αριθμό … των βιβλίων υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Β., προσημείωση υποθήκης υπέρ αυτού και σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της εταιρίας, για το ποσό των 39.000 Ε. Στη συνέχεια η συγκεκριμένη προσημείωση υποθήκης τράπηκε σε υποθήκη στις 16.4.2004 με την τελεσίδικη απόφαση με αριθμ. 192/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Η ανωτέρω σύμβαση πώλησης πάσχει από ακυρότητα, διότι κατά τη σύναψή της η εταιρία εκπροσωπήθηκε από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο είχε εκλεγεί άκυρα. Παρόλα αυτά δεν είναι δυνατή η αναγνώριση της ακυρότητάς της, όπως ζητείται με την ένδικη αγωγή, διότι η αγωγή αυτή δεν στρέφεται και εναντίον του αντισυμβαλλομένου της εταιρίας, W. S.. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, χρησιμοποιώντας διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την ανωτέρω αιτιολογία, παρέλειψε να αναγνωρίσει την ακυρότητα της ανωτέρω σύμβασης, δεν έσφαλε, όπως παραπονείται ήδη ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου σκέλους αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά έχουν κριθεί αμετάκλητα τόσο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 267/2007 απόφασή του, όσο και από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 160/2012 απόφασή του, εφόσον η τελευταία απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν αναιρέθηκε ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια με την υπ’ αριθμ. 1445/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου.

5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1δ’ του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, όπως ισχύει, η γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει για τη διάθεση των ετησίων κερδών. Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 44α παρ. 2 και 3 του ίδιου νόμου, το προς διανομή ποσό καθαρών κερδών καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε δύο μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης, που ενέκρινε τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, στη δε έννοια της διανομής περιλαμβάνεται ιδίως η καταβολή μερισμάτων και των τόκων από μετοχές. Ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 2 του ν. 2190/1920, από τα καθαρά κέρδη αφαιρείται πρώτα το ποσό που προβλέπει το άρθρο 44 ή το καταστατικό για τακτικό αποθεματικό, μετά κρατείται το απαιτούμενο ποσό για την καταβολή του μερίσματος που προβλέπεται από το άρθρο 3 του α.ν. 148/1967 και το υπόλοιπο διατίθεται όπως ορίζει το καταστατικό. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η νόμιμη απαίτηση των μετόχων για καταβολή μερίσματος έναντι της ανώνυμης εταιρίας, προϋποθέτει για τη γέννησή της σύννομη απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης, που εγκρίνει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και την καταβολή μερίσματος και γίνεται ληξιπρόθεσμη μετά παρέλευση δύο μηνών από τη λήψη της σχετικής εγκριτικής απόφασης. Αντίθετα, το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας δεν έχει καμία αποφασιστική αρμοδιότητα σε ζητήματα διάθεσης των ετησίων κερδών και, συνεπώς, η τυχόν παράνομη συγκρότηση αυτού και η ακυρότητα των αποφάσεών του δεν θίγει την ύπαρξη και το κύρος της απαίτησης των μετόχων για καταβολή του μερίσματος, που έχει εγκριθεί νόμιμα από την τακτική γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας (ΑΠ 1445/2014).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα και αναφορικά με τα αναιρεθέντα κεφάλαια της υπ’ αριθμ. 160/2012 αποφάσεως του παρόντος δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σύμφωνα με τους ισολογισμούς της εταιρίας με την επωνυμία «Τ.-Χ. ΑΕ», που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν στα με αριθμούς …/14.6.1996 και …/6.6.1997 ΦΕΚ. Τ. Α.Ε και ΕΠΕ και αντιστοιχούν στις εταιρικές χρήσεις 1.1.1995 έως 31.12.1995 και από 1.1.1996 έως 31.12.1996, αντιστοίχως, τα διανεμόμενα στους μετόχους κέρδη ανέρχονταν σε 22.000.000 δρχ και 30.000.000 δρχ, αντιστοίχως και συνολικά σε 52.000.000 δρχ. Η διανομή του ως άνω ποσού στους μετόχους ενεκρίθη με τις υπ’ αριθμ. …/18.6.1996 και …/21.6.1997 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ως άνω εταιρίας. Μέτοχοι της ως άνω εταιρίας, στις παραπάνω δυο Γενικές Συνελεύσεις, ήταν ο ενάγων Κ. Χ., κατά 50% του μετοχικού κεφαλαίου, ο πρώτος εναγόμενος Ν. Τ., κατά ποσοστό 25% του μετοχικού κεφαλαίου και η δεύτερη εναγομένη Α. σύζυγος Ν.Τ., κατά ποσοστό 25% του μετοχικού κεφαλαίου. Στη γενική συνέλευση της 18.6.1996, εγκρίθηκε η διανομή των κερδών της χρήσεως 1995 από τους μετόχους, διατηρηθείσης μόνον μιας επιφύλαξης από το μέτοχο Κ. Χ., ενώ στη Γενική Συνέλευση της 21.6.1997 εγκρίθηκε η διανομή κερδών της χρήσης 1996, αλλά και του 1995, αφού ο Κ. Χ. (ενάγων) ήρε την επιφύλαξή του για τη διανομή των κερδών χρήσης 1995. Συνεπώς, στον πρώτο εναγόμενο αναλογεί μέρισμα 5.500.000 δρχ για τη χρήση 1995 και 7.500.000 δρχ για τη χρήση 1996 και συνολικά 13.000.000 δρχ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί από την ως άνω εταιρία, εντός δύο μηνών από τη Γενική Συνέλευση που ενέκρινε τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και τη διανομή, ήτοι μέχρι τις 21.8.1997, σύμφωνα με το άρθρο 4α του Κ.Ν. 2190/1920, που προστέθηκε με το Π.Δ. 409/1986. Το ίδιο ακριβώς ποσό αναλογεί και στη δεύτερη εναγομένη Α. σύζ. Ν. Τ., που κατέχει το αυτό ποσοστό μετοχών με τον πρώτο εναγόμενο – σύζυγό της (25%). Για τις ως άνω απαιτήσεις εκδόθηκαν α) η υπ’ αριθμ. 564/2000 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, για τον πρώτο εναγόμενο και β) η υπ’ αριθμ. 572/2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, για τη δεύτερη εναγομένη. Οι υπ’ αριθμ. 673/2000 και 674/2000 ανακοπές, που ασκήθηκαν από την ως άνω ανώνυμη εταιρία, κατά των προαναφερόμενων διαταγών πληρωμής, απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες, με τις υπ’ αριθμ. 222/2001 και 223/2001, αντίστοιχα, αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με τις οποίες επικυρώθηκαν οι διαταγές πληρωμής. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η νόμιμη απαίτηση των ανωτέρω εναγομένων για καταβολή μερίσματος έναντι της ανώνυμης εταιρίας, προήλθε, σύμφωνα με το νόμο, από τη σύννομη απόφαση της τακτικής Γ.Σ., που ενέκρινε τις οικονομικές καταστάσεις και την καταβολή μερίσματος, για τα έτη 1995 και 1996. Το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας, δεν έχει καμία αποφασιστική αρμοδιότητα σε ζητήματα διάθεσης των ετησίων κερδών και, συνεπώς, η τυχόν παράνομη συγκρότησή του και η ακυρότητα των αποφάσεών του, δεν θίγει την ύπαρξη και το κύρος της απαίτησης των μετόχων για καταβολή του μερίσματος, που έχει εγκριθεί νόμιμα από την τακτική γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας (ΑΠ 1445/2014) και μάλιστα τρία και τέσσερα χρόνια πριν την παράνομη συγκρότηση του Δ.Σ.. Ενόψει των ανωτέρω το σχετικό αίτημα της αγωγής, για ακύρωση των αντίστοιχων απαιτήσεων για καταβολή μερίσματος στους παραπάνω εναγόμενους, επειδή η ανώνυμη εταιρία, κατά την κατάρτιση των δικαιοπραξιών αυτών, εκπροσωπήθηκε από άκυρο (λόγω παράνομης εκλογής) διοικητικό συμβούλιο, έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, που πρέπει να συμπληρωθούν από τις αιτιολογίες που αναφέρονται παραπάνω και απέρριψε το σχετικό αγωγικό αίτημα, για ακύρωση των αντίστοιχων απαιτήσεων προς καταβολή μερίσματος στον πρώτο και τη δεύτερη των εναγομένων, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος – ενάγοντος, που προβάλλονται με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.

6. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και αναφορικά με την απαίτηση του τρίτου εναγομένου Α. Μ., ύψους 43.883,82 Ε, ως προς την οποία και αναιρέθηκε κατά τα ανωτέρω η υπ’ αριθμ. 160/2012 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο τρίτος εναγόμενος Α. Μ., προσλήφθηκε από την εταιρία «Τ.-Χ. ΑΕ», στις 3.5.1989, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως τεχνολόγος μηχανικός έναντι μηνιαίου μισθού, που συμφωνήθηκε στο ύψος των προβλεπόμενων από τις ΣΣΕ και Δ.Α. αποδοχές του κλάδου και της ειδικότητάς του. Ο ανωτέρω εργαζόμενος, κατά το χρόνο πρόσληψής του ήταν πτυχιούχος τεχνολόγος μηχανικός των ΤΕΙ, είχε προϋπηρεσία σε άλλο εργοστάσιο 6 ετών, γνώριζε την Αγγλική γλώσσα και απασχολήθηκε στην εναγομένη αρχικά ως τεχνολόγος μηχανικός, εν συνεχεία από 1.1.1998 ως υπεύθυνος ποιοτικού ελέγχου των προϊόντων της και από 1.1.1999 ως τεχνικός διευθυντής. Η εναγομένη από 1.5.2001 σταμάτησε να του πληρώνει τις αποδοχές του. Από τον Ιούνιο του 2003, κανένας από τους διοικούντες την εναγομένη, δεν εμφανίζονταν στο εργοστάσιο, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι σ’ αυτή, μεταξύ των οποίων και ο Α. Μ., να μην έχουν αντικείμενο εργασίας, καθόσον δεν υπήρχε ανάθεση συγκεκριμένου έργου, ούτε τα απαιτούμενα υλικά, ενώ η ΔΕΗ διέκοψε την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο εργοστάσιο. Τα ανωτέρω έγιναν από την εργοδότρια – ανώνυμη εταιρία προκειμένου να αναγκαστεί ο εργαζόμενος να αποχωρήσει από την εργασία του. Ο ανωτέρω εργαζόμενος, με την από 20.6.2003 εξώδικη δήλωσή του, προς την εργοδότρια – εταιρία, η οποία επιδόθηκε στις 25.6.2003, δήλωσε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του, ότι τη θεωρεί ως καταγγελία, εκ μέρους της, της συμβάσεως εργασίας του και ότι θα απαιτήσει την καταβολή της δικαιούμενης αποζημίωσης. Πράγματι, με την από 26.11.2003 και με αριθμό κατ. 160/28.11.2003 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατά της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας, ζήτησε την καταψήφιση του συνολικού ποσού των 43.883,82 Ε, για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.5.2001 έως 25.6.2003, για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, για επίδομα αδείας και για αποζημίωση απολύσεως, όπως τα μερικότερα κονδύλια εξειδικεύονταν στην αγωγή του. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 50/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία του επιδίκασε το ποσό των 43.572,43 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που καθένα από τα αναφερόμενα κονδύλια ήταν καταβλητέο. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας του Α. Μ. καταρτίστηκε από την εναγομένη ως αορίστου χρόνου, στις 3.5.1989, ήτοι δέκα έτη πριν την άκυρη εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας «Τ.-Χ. ΑΕ». Συνεπώς, η κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου δεν εμπίπτει μέσα στο χρονικό διάστημα από 6.11.1999 έως 8.4.2002 που υπήρχε παράνομη συγκρότηση του Δ.Σ. της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας. Ενόψει των ανωτέρω το σχετικό αγωγικό αίτημα για ακύρωση και της σύμβασης αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε σιωπηρά το αγωγικό αυτό αίτημα, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος – ενάγοντος, που προβάλλονται με το τρίτο (που από παραδρομή τον επιγράφει ως τέταρτο) λόγο της εφέσεώς του, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.

7. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη…