87/2016 ΤρΕφΛαρ (ανάκληση δωρεάς επί αχαριστίας)

87/2016

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου

Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα

Δικηγόροι: Λάμπρος Φράγγος, Μιχ. Κουρμπέλης

 

Ανάκληση δωρεάς επί αχαριστίας, ήτοι βαριάς αντικοινωνικής συμπεριφοράς με καταλογιστή υπαιτιότητα του δωρεοδόχου, όπως η καταφρόνηση ή η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του για τον χρήζοντα περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης δωρητή, έστω και αν η δωρεά δεν έγινε υπό τον όρο διατροφής του.

Κριτήρια βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική και υποκειμενική άποψη.

Ανάκληση με άτυπη διαπλαστική δήλωση και επί ακινήτου.

Μη αληθής ο λόγος ανάκλησης δωρεάς, αφού η 11χρονη δωρεοδόχος εγγονή δεν μπορούσε να μεριμνήσει για την περίθαλψη και διατροφή της δωρήτριας, ούτε μπορεί να της καταλογισθεί βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά. Μη καταλογιστή ούτε αγενής μέχρι τότε συμπεριφορά της προς τη δωρήτρια, μήτε τυχόν αξιόποινη εξύβριση και καταφρόνηση λόγω ακαταλόγιστου ως εκ της ανηλικότητας.

Μη αστική ευθύνη ανηλίκου κάτω των 14 ετών, αν ενήργησε χωρίς διάκριση.

Κρίση ότι η ανήλικη δεν είχε ικανότητα να διαγνώσει τον άδικο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της αφού ενεργούσε μιμούμενη εκείνη των γονέων της, για την οποία δεν βαρύνεται η ίδια έναντι της δωρήτριας.

 

{…} Η καλούσα – εφεσίβλητη στην από 22.11.2010 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου (αρ. έκθ. κατάθ. 608/24.11.2010) ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αριθμ. …/30.08.1994 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Ι. Π η μάμμη της Χ. Ζ. μεταβίβασε σ’ αυτή την ψιλή κυριότητα του περιγραφόμενου ακινήτου (οικοπέδου 158,90 τμ, μετά της επ’ αυτού παλαιάς διώροφης οικίας), που βρίσκεται εντός του οικισμού Α. της κοινότητας Α.Τ.Π., παρακρατήσασα την επικαρπία αυτού εφ’ όρου ζωής της. Ότι μετά τον κατά την 6.1.2009 επελθόντα θάνατο αυτής απέκτησε το δωρηθέν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, πλην ο εναγόμενος – αδελφός του πατέρα της στις αρχές Ιουνίου 2009, αμφισβητώντας το δικαίωμα κυριότητάς της επ’ αυτού, εγκαταστάθηκε σ’ αυτό, όπου έκτοτε διαμένει. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του επιδίκου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της το αποδώσει. Ο καθ’ ου η κλήση – εκκαλών με την από 15.4.2011 ανταγωγή, που άσκησε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου (αρ. έκθ. κατάθ. 168/18.4.2011), ισχυριζόμενος ότι η δωρήτρια μητέρα του με την από 20.1.2000 εξώδικη δήλωσή της προς τη δωρεοδόχο ανακάλεσε τη δωρεά, διότι αυτή με βαρύ της παράπτωμα φάνηκε αχάριστη έναντι αυτής, δήλωση, την οποία επανέλαβε και στην ιδιόγραφη διαθήκη της, ζήτησε να αναγνωρισθεί η ανάκληση της δωρεάς. Επικαλούμενος, δε, περαιτέρω, ότι για το επίδικο ακίνητο εχώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, εφόσον ρητά στην ιδιόγραφη διαθήκη της η μητέρα του δεν εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο ίδιος, δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατέστη συγκύριος κατ’ ισομοιρία του επιδίκου. Επί των ανωτέρω αγωγής και ανταγωγής, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 286/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία απορρίφθηκε η ανταγωγή, έγινε δεκτή η αγωγή, αναγνωρίσθηκε η ενάγουσα κυρία του επιδίκου και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να της το αποδώσει. Κατ’ αυτής της απόφασης παραπονείται ήδη ο εναγόμενος – αντενάγων με την ένδικη έφεση και για τους εκτιθέμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή και να γίνει δεκτή η ανταγωγή του.

Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή». Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, δυνάμενη να του καταλογισθεί, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς και η αξία του αντικειμένου της, όπως και ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή. Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή η διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος για την διαμόρφωση της κρίσεώς του εκτιμά την συμπεριφορά αυτήν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνων υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται αν η υπ’ αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία (ΑΠ 655/2014, ΑΠ 1832/2011 Νόμος, ΑΠ 109/2010 Δνη 52. 1390, ΑΠ 1719/2009 ΝοΒ 2011. 38, ΕφΛαρ 25/2013 Δικογρ 2013. 71). Εξάλλου κατά το άρθρο 509 παρ. 1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο, που συνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του δωρητή, επιφέρει δε τα αποτελέσματά της από την περιέλευσή της στο δωρεοδόχο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του, εφόσον ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση (ΑΠ 1025/1998 Δνη 1998. 1565, ΑΠ 840/1994 Δνη 1996. 100, ΕφΑθ 1501/2009 Δνη 2009. 1466, ΕφΑθ 298/2008 Δνη 2008. 847).

Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αριθμ. …/30.8.1994 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Ι.Π.Π., η Χ. Α. Ζ., εκ πατρός μάμμη της καλούσας – εφεσίβλητης, μεταβίβασε σ’ αυτή την ψιλή κυριότητα, παρακρατήσασα η ίδια την επικαρπία μέχρι το θάνατό της, ενός οικοπέδου, εμβαδού 158,90 τμ, μετά της επ’ αυτού παλαιάς διώροφης οικίας, που βρίσκεται εντός του οικισμού Α. της ήδη δημοτικής κοινότητας Α., δημοτικής ενότητας Μ. του Δήμου Ζ. – Μ. Μ.. Κατά την κατάρτιση της ως άνω συμβολαιογραφικής πράξης συμβλήθηκαν για λογαριασμό της ανήλικης τότε εφεσίβλητης – δωρεοδόχου (που σημειωτέον, ως αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό, γεννήθηκε στις 29.12.1988), οι ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτής γονείς της Κ. Γ. Τ. και Ε. συζ. Κ. Τ., το γένος Α. Ξ.. Η δωρήτρια διαβιούσε στο σπίτι αυτό στον Α.Π., συχνά δε επισκέπτονταν και τα τέκνα της Κ. και Η., οι οποίοι με τις οικογένειές τους ζούσαν μόνιμα στο Δήμο Π. Α.. Εξ αιτίας σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε η δωρήτρια την άνοιξη του έτους 1999 επικοινώνησε με την οικογένεια του γιου της Κ., ώστε να φροντίσουν για τη μεταφορά της στην Α. και μεριμνήσουν για την περίθαλψη αυτής ώστε να αποκατασταθεί η υγεία της. Στο κάλεσμά της όμως αυτό ο γιος της Κ. και η οικογένειά του αδιαφόρησαν, ανταποκρίθηκε δε ο άλλος της γιος Η., ήδη εκκαλών – αντενάγων, ο οποίος φρόντισε για τη μεταφορά της στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Ν. από το Νοσοκομείο του Β., που στο μεταξύ είχε μεταφερθεί από συγγενικό της πρόσωπο, όπου άμεσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση σπληνεκτομής. Μετά την επί εικοσαήμερο περίπου νοσηλεία και την έξοδο αυτής από το νοσοκομείο στις αρχές Ιουνίου 1999 μετέβη στο σπίτι του γιου της Κ., όπου όμως, τόσον ο ίδιος όσον και τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του, αρνήθηκαν να τη φροντίσουν και περιθάλψουν και την έδιωξαν από το σπίτι τους, απευθύνοντας μάλιστα σ’ αυτή ανάρμοστες και καταφρονητικές φράσεις.

Η δωρήτρια μετά την ανάρρωσή της στο σπίτι του γιου της Η. στο Π. επέστρεψε και έκτοτε μόνιμα διέμενε στην προαναφερθείσα οικία στον Ά. Γ., όπου συχνά την επισκέπτονταν ο τελευταίος και διέμενε μαζί της. Χολωθείσα η δωρήτρια από την έναντι αυτής συμπεριφορά του γιου της Κ. και της συζύγου του και την αδιαφορία τους στο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε, με την από 20.1.2000 εξώδικη δήλωση, που απηύθυνε προς αυτούς (βλ. υπ’ αριθμ. …/1.2.2000 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Δ. Κ.), ως ασκούντες τη γονική μέριμνα και εκπρόσωποι της ανήλικης δωρεοδόχου, ανακάλεσε την ένδικη δωρεά. Επί λέξει στην εξώδικη αυτή δήλωση αναφέρεται: «τη δωρεά αυτή ανακαλώ γιατί φανήκατε αχάριστοι προς εμένα εξ αιτίας της προσβλητικής συμπεριφοράς και περιφρονητικής διαγωγής σας για τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζω και την παραμέληση της ανάγκης περιθάλψεως και της εν γένει διατροφής και φροντίδος μου, πράξεις και παραλείψεις σας που κορυφώθηκαν από το Μάιο του 1999, οπότε και με εξεδιώξατε από την οικία χωρίς να ενδιαφερθείτε για μένα και συνεχίζοντας επιδεινούμενες μέχρι και σήμερα παρά την προσπάθειά μου εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας μου να διατηρηθώ στη ζωή και αυτή η αδιαφορία σας, λόγω των ανωτέρω συνθηκών σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω, συνιστούν βαρύ παράπτωμα». Από το περιεχόμενο της άνω δήλωσης ανάκλησης είναι σαφές ότι η δωρήτρια στους γονείς της ανήλικης δωρεοδόχου αποδίδει την άνω βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, την αδιαφορία για την τύχη αυτής και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Παράλληλα η δωρήτρια κατά το χρόνο που διέμενε στο σπίτι του γιου της Η. στο Π. Α., επί της οδού Κ., μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο, είχε συντάξει και την από 6.6.1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως μετά τον κατά την 6.1.2009 επελθόντα θάνατο αυτής (βλ. πρακτικά συνεδρίασης της 5.5.2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου), στην οποία αυτολεξεί αναφέρεται «ανακαλο τις δορεές που έκανα στα εγγόνια μου Π. Κ. Τ. και Χ. Κ. Τ. γιατί φάνηκαν αγενης και τα πεδια αχαρηστα με διοξανε από το σπιτι τους και με αφισαν αροστη και αβοιθιτι». Στην ίδια διαθήκη η διαθέτης δηλώνει ότι επιθυμεί η υπόλοιπη περιουσία της να περιέλθει στο γιο της Η. Τ. – εκκαλούντα.

Όπως προεκτέθηκε, η δωρεοδόχος εφεσίβλητη γεννήθηκε στις 29.12.1988, δηλαδή κατά το χρόνο επίδοσης της δήλωσης ανάκλησης της δωρεάς στους εκπροσωπούντες αυτήν γονείς της την 1.2.2000 ήταν μόλις 11 ετών και 34 ημερών, δηλαδή ένα παιδί, το οποίο βεβαίως δεν θα μπορούσε να μεριμνήσει για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας της μάμμης του, την περίθαλψη και την εν γένει φροντίδα για τη διατροφή αυτής. Σ’ ένα παιδί αυτής της ηλικίας δεν μπορεί να καταλογισθεί βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά, που να συνιστά την έννοια του όρου «αχαριστία» του άρθρου 505 ΑΚ, κατά την εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανήλικη δωρεοδόχος είχε μέχρι τότε συμπεριφερθεί με αγένεια προς τη δωρήτρια μάμμη της, όπως η τελευταία αναφέρει στην ιδιόγραφη διαθήκη της, ή ακόμη, αληθώς υποτιθεμένων των ισχυρισμών του εκκαλούντος – αντενάγοντος ότι η ανήλικη απηύθυνε προς αυτήν εξυβριστικές και καταφρονητικές φράσεις, αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί να καταλογισθεί στην ανήλικη. Και τούτο διότι το μεν άρθρο 126 παρ. 1 ΠΚ, ως τότε ίσχυε, όριζε ότι η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από παιδί (7 – 12 ετών) δεν καταλογίζεται σ’ αυτό, με τις δε μεταγενέστερες τροποποιήσεις του άρθρου αυτού με το άρθρο 1 παρ. 7 ν. 3189/2003 και του άρθρου 7 παρ. 2 ν. 4322/2015 το ακαταλόγιστο των ανηλίκων επεκτάθηκε μέχρι την ηλικία των 13 ετών αρχικά και των 15 ετών στη συνέχεια, ως νυν ισχύει. Ουδέ από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 331 και 917 ΑΚ μπορεί να θεμελιωθεί αστική ευθύνη ανηλίκου κάτω των 14 ετών, αν ενήργησε χωρίς διάκριση και στην προκειμένη περίπτωση κρίνεται ότι η ανήλικη δωρεοδόχος μέχρι την επίδοση της δήλωσης ανάκλησης της δωρεάς δεν είχε την ικανότητα να διαγνώσει τον άδικο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, δηλαδή να αντιληφθεί αν η συμπεριφορά της είναι δίκαιη ή άδικη, σύννομη ή παράνομη. Ενεργούσε μιμούμενη τη συμπεριφορά των λοιπών μελών του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος και δη των γονέων της, επαναλάμβανε τα όσα από αυτούς άκουγε. Ουδέ βεβαίως η ίδια βαρύνεται για τη συμπεριφορά των γονέων της έναντι της δωρήτριας. Εφόσον, συνεπώς, δεν αποδεικνύεται αληθινός ο λόγος της ανάκλησης, ότι δηλαδή στο πρόσωπο της ανήλικης δωρεοδόχου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, που η ΑΚ 505 απαιτεί για την ανάκληση της δωρεάς, ήτοι βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά αυτής, οφειλόμενη σε υπαιτιότητά της και δυνάμενη να της καταλογισθεί, η επίδοση της δήλωσης ανάκλησης δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της, ήτοι την ανάκληση της δωρεάς. Ουδέ βεβαίως και η αντίστοιχη δήλωση που η δωρήτρια έκανε στην ιδιόγραφη διαθήκη της επέφερε την ανάκληση της δωρεάς, αφού ως λόγος ανάκλησης αναφέρονται τα ίδια περιστατικά που προεκτέθηκαν και ανάγονται στο χρόνο σύνταξης της διαθήκης (6.6.1999) και όχι τυχόν μεταγενέστερα. Σημειωτέον ότι η δωρήτρια με την από 20.1.2000 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου (αρ. έκθ. κατάθ. 78/8.2.00), που απηύθυνε κατά της δωρεοδόχου, όπως αυτή νόμιμα εκπροσωπούνταν από τους γονείς της, επικαλούμενη την ανάκληση της δωρεάς, αξίωσε την απόδοση σ’ αυτή του δωρηθέντος κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πλην η ίδια στη συνέχεια, δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου που χορήγησε στο δικηγόρο Λ. Φ., προέβη στην υπ’ αριθμ. έκθ. κατάθ. 63/22.8.2000 δήλωση περί παραίτησης από το δικόγραφο και το δικαίωμα της άνω αγωγής και μετά ταύτα καταργήθηκε η εν λόγω δίκη (βλ. υπ’ αριθμ. 66/19.9.2000 πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου). Συνεπώς, η δωρήτρια μέχρι το χρόνο του θανάτου της, που επήλθε στις 6.1.2009 μόνον την επικαρπία είχε επί του επιδίκου ακινήτου, που με το θάνατο αυτής ενώθηκε με τη ψιλή κυριότητα και έτσι η εφεσίβλητη – ενάγουσα κατέστη πλήρης κυρία αυτού.

Ως εκ τούτου το ακίνητο αυτό δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των στοιχείων της κληρονομιαίας περιουσίας της μητέρας του εναγομένου – αντενάγοντος. Παρά ταύτα αυτός, επικαλούμενος την ανάκληση της δωρεάς και ότι ο ίδιος, δυνάμει της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής της μητέρας του, κατέστη συγκύριος του επιδίκου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσοστό συγκύριος αυτού είναι ο αδελφός του Κ. – πατέρας της εφεσίβλητης, εγκαταστάθηκε και διαμένει έκτοτε σ’ αυτό, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα κυριότητας της εφεσίβλητης – ενάγουσας και θα πρέπει να υποχρεωθεί στην απόδοσή του. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας την ενάγουσα – εφεσίβλητη κυρία του επιδίκου και υποχρεώνοντας τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην απόδοσή του, απέρριψε δε την ανταγωγή ως αβάσιμη, έστω με διάφορη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα, κατ’ αποτέλεσμα δεν έσφαλε και θα πρέπει η έφεση, με την οποία ο εναγόμενος – αντενάγων διώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκούσης της έρευνας των λόγων της, η οποία πλέον παρίσταται αλυσιτελής μετά την αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλουμένης με την παρούσα απόφαση…