114/2017 ΤρΕφΛαρ (ανάκληση δωρεάς επί αχαριστίας)

114/2017

Πρόεδρος: Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέ- τσα
Εισηγητής: Νικ. Πουλάκης
Δικηγόροι: Πολυτίμη Σδράκα, Ευαγγε- λή Πούλιου

Αχαριστία, δικαιολογούσα ανάκληση δωρεάς, η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά δωρεοδόχου, όπως η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία για τον χρήζοντα περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης δωρητή, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο διατροφής.
Κριτήρια βαρύτητας παραπτώματος. Το αν η συμπεριφορά δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αποτελεί κρίση ελεγχόμενη αναιρετικά, όχι ως προς το αν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα αυτό περιστατικά, αλλά ως προς το αν τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας.
Μη νομική, αλλά ηθική η δυνάμει εκτός συμβολαίου προφορικής συμφωνίας υποχρέωση δωρεοδόχου για φιλοξενία της δωρήτριας στη δωρηθείσα οικία όποτε χρειαζόταν.

 

{…} 2. Η ενάγουσα (ήδη εκκαλούσα) με την αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, κατά του εφεσίβλητου, ισχυρίσθηκε ότι με το υπ’ αριθμ. …/2006 συμβόλαιο δωρεάς, που μεταγράφηκε νόμιμα, μετα- βίβασε στον εναγόμενο – ανεψιό της, το περιγραφόμενο σ’ αυτή ακίνητο. Ότι αυτή προχώρησε στη μεταβίβαση λόγω δωρε- άς του ακινήτου αυτού στον εναγόμενο, αφού είχε συμφωνήσει προφορικά με τον τελευταίο, ότι η ίδια και ο σύζυγός της θα μπορούν να φιλοξενούνται στην οικία που υπάρχει επί του ακινήτου, κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τις οποίες και θα περνούσε με την οικογένεια του εναγομένου, αλλά και όποτε παρουσι- αζόταν ανάγκη και δη με αφορμή κοινωνι- κά γεγονότα που λάμβαναν χώρα στα Ο. Κ. και στα οποία έπρεπε η ίδια (ενάγουσα) να παρευρεθεί. Ότι ένεκα της αχαριστίας που επέδειξε ο εναγόμενος προς το πρό- σωπό της, όπως τα ειδικότερα πραγματι- κά περιστατικά αναφέρονται στην αγωγή, ανακάλεσε την παραπάνω δωρεά με την αγωγή της. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αναγνωρισθεί η ανάκληση της γενομέ- νης με το ως άνω συμβόλαιο δωρεάς και να διαταχθεί η απόδοση του ακινήτου σε αυτήν με βάση τις διατάξεις του αδικαιο- λόγητου πλουτισμού. Ζήτησε επίσης, για την περίπτωση άρνησης του εναγομένου να της επαναμεταβιβάσει την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου, να καταδικαστεί ο τελευταίος σε σχετική δήλωση βούλησης. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των δι- αδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ενώ- πιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρ- δίτσας, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 2/2015 απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η ηττηθείσα – ενά- γουσα με την έφεσή της προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή της.
3. Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, «Ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή». Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περί- θαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς και η αξία του αντικειμένου της, όπως και ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή. Το ζήτημα αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που καταδεικνύει την αχα- ριστία, συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για διαμόρφωση της κρίσης του εκτιμά την συμπεριφορά αυτήν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται, αν η υπ’ αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνι- στά στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. Η κρίση αυτή του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι απεδείχθησαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέως παραπτώματος και της αχα- ριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 173/2017, ΑΠ 545/2013).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/27.12.2006 συμβολαίου δωρεάς του Συμβολαιογράφου Π. Β
., το οποίο έχει μεταγραφεί νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Π., και δη στον τόμο … και με αριθμό …, η ενάγουσα, Α. Κ., μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον εναγόμε- νο Χ. Δ. (ανιψιό της), διαιρετό εδαφικό τμή- μα 400 τμ από το με αριθμό … οικόπεδο, που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα Ο. του Δήμου Φ. Κ., το οποίο συνορεύει νότια σε πλευρά 20 μ. με ιδιοκτησία Κ. Κ., δυτικά σε πλευρά 20 μ. με ιδιοκτησία Κ.Δ., βόρεια σε πλευρά 20 μ. με επαρχιακό δρόμο και ανατολικά σε πλευρά 20 μ. με δημοτικό δρόμο. Επί του ακινήτου αυτού υπάρχει μία οικία εμβαδού 38 τμ. Η νομή και κα- τοχή του προπεριγραφόμενου ακινήτου είχε παραδοθεί από την ενάγουσα στον εναγόμενο πριν τη σύναψη του ως άνω συμβολαίου και δη από τις 16.10.2006, οπότε και οι διάδικοι είχαν προχωρήσει στη σύνταξη του υπ’ αριθμ. …/16.10.2006 προσυμφώνου δωρεάς του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, δυνάμει του οποίου (συμβολαίου) η ενάγουσα υποσχόταν να δωρίσει το ως άνω ακίνητο στον εναγόμενο ανιψιό της. Το προπεριγραφόμενο αυτό εδαφικό τμήμα (των 400 τμ) που η ενάγουσα μεταβίβασε στον εναγόμενο, είχε περιέλθει στην ίδια με το υπ’ αριθμ. …/1985 συμβόλαιο γονικής παροχής, δυνάμει του οποίου η μητέρα της ενάγουσας μεταβίβα- σε διαιρετά εδαφικά τμήματα από ακίνητο ιδιοκτησίας της συνολικής έκτασης 2.500 τμ στα τέσσερα τέκνα της μεταξύ δε αυτών και η ενάγουσα, στο διαιρετό τμήμα της οποίας, σύμφωνα με τα όσα αναγράφονται στο υπ’ αριθμ. …/1985 συμβόλαιο γονικής παροχής, αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο και το χωλ της οικίας που υπήρχε στο όλο ακίνητο (βλ. το υπ’ αριθμ. …/1985 συμβόλαιο γονικής παροχής, που προσκομίζεται από την ενάγουσα). Ας σημειωθεί δε, ότι με το τελευταίο ως άνω συμβόλαιο, είχε μεταβιβαστεί και στη μητέρα του εναγομένου (αδελφή της ενάγουσας) έτερο διαιρε- τό τμήμα από το όλο ακίνητο (των 2.500 τμ) και συγκεκριμένα 600 τμ μετά των αντιστοιχούντων στο διαιρετό αυτό τμήμα δύο δωματίων και χωλ επί της οικίας που υπάρχει στο ακίνητο, στο οποίο και η μη- τέρα του εναγομένου, Κ. Κ., διέμενε από το έτος 1985 και εντεύθεν, αρχικά με την οικογένειά της (σύζυγο και τέκνα), συνέχι- σε δε να διαμένει στην οικία αυτή και μετά το θάνατο του συζύγου της.
Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι η ως άνω μεταβίβαση του διαιρετού αυτού τμήμα- τος από την ενάγουσα στον εναγόμενο είχε γίνει λόγω της ιδιαίτερης αγάπης που έτρεφε η πρώτη στο δεύτερο, ο οποίος αποτελούσε και τον αγαπημένο της ανι- ψιό, αφού από μικρός περνούσε πολλές ώρες μαζί με την ενάγουσα (θεία του), η οποία και δεν είχε δημιουργήσει δική της οικογένεια, σύμφωνα με τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο μάρτυρας της ενάγουσας. Επέλε- ξε λοιπόν η ενάγουσα μεταξύ των πολλών ανιψιών της, τον εναγόμενο προκειμένου να του μεταβιβάσει το ακίνητο μετά του αντίστοιχου στο διαιρετό αυτό ακίνητο τμήμα οικίας.
Ενόψει των ιδιαίτερα καλών σχέσεων που είχαν οι διάδικοι, κατά το χρόνο τουλάχιστον της ένδικης μεταβίβασης, η δωρήτρια εξέφρασε την ευχή και ο εναγόμενος ανέλαβε αντίστοιχα την ηθική υποχρέωση να φιλοξενεί την θεία του (ενάγουσα), αλλά και το σύζυγο αυτής (μάρτυρα ενάγουσας), στην οικία επί του ακινήτου που του μεταβιβάστηκε στα Ο. Κ., όποτε αυτό χρειαζόταν και ιδίως κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα αλλά και ενό- ψει κοινωνικών γεγονότων που λάμβαναν χώρα στα Ο. Κ. και στα οποία έπρεπε να παρευρίσκεται η ενάγουσα, δεδομένου ότι η τελευταία ούσα κάτοικος Β., δεν διέθετε, μετά και τη μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου, άλλη κατοικία στα Ο. Κ.. Η προφορική αυτή συμφωνία ενόψει της ευχής που εξέφρασε η ενάγουσα και της αντίστοιχης υπόσχεσης που ανέλαβε ο εναγόμε- νος – και που σημειωτέον δεν συνιστούσε δωρεά υπό τρόπο και δεν δημιουργούσε νομική υποχρέωση του εναγομένου, κα- θόσον μάλιστα δεν συμπεριλήφθηκε στο συμβόλαιο δωρεάς, απαραίτητη προϋπό- θεση για σύσταση δωρεάς ακινήτου υπό τρόπο – δημιουργούσε κυρίως ηθική υπο- χρέωση του εναγομένου να την τηρήσει δεδομένων και των σχέσεων που διατηρούσαν, μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, τα συμβαλλόμενα μέρη (υποχρέωση που σημειωτέον συνομολογεί ο εναγόμενος ότι ανέλαβε, ισχυριζόμενος μόνο περαιτέρω ότι δεν την παρέβη). Ως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα προέβη στην ένδικη δωρεά ως ένα τρόπο εκδήλωσης της αγάπης που είχε για τον εναγόμενο – ανιψιό της, εκφράζοντας άτυπα την «ευχή» της για την δυνατότητα φιλοξενίας της στην οικία επί του ακινήτου, χωρίς όμως με αυτό να θέλει να δεσμεύσει νομικά τον εναγόμενο, κάτι άλλωστε το οποίο θα μπορούσε να πράξει είτε συμπεριλαμβάνοντας αυτό ρητά στο συμβόλαιο, είτε μεταβιβάζοντας στον ενα- γόμενο μόνο την ψιλή κυριότητα του ακινή- του και παρακρατώντας εφ’ όρου ζωής είτε μόνο για την ίδια είτε και για τον σύζυγό της το δικαίωμα της επικαρπίας.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα, μετά την ένδικη μεταβίβαση, χρειάστηκε κάποιες φορές να επισκεφτεί το χωριό της όπως ενόψει της τέλεσης κάποιου μνημόσυνου το έτος 2009, ως κατέθεσε ο μάρτυράς της, αλλά και το Σεπτέμβριο του 2012, οπότε και επρόκειτο να τελεστεί ο γάμος της ανιψιάς της, κόρης του αδελφού της, Κ. Κ.. Δεν πήγε όμως στην οικία που υπήρχε επί του ακινήτου που μεταβίβασε στον εναγόμενο, ούτε και φιλοξενήθηκε κατά τις ημέρες του γάμου στην οικία αυτή, αλλά σε έτερο συγγενικό σπίτι, επικαλούμενη με το αγωγικό της δικόγραφο άρνηση του εναγομένου να της επιτρέψει να εισέλθει η ίδια με το σύζυγό της στην οικία και να φιλοξενηθεί σε αυτήν. Δεν αποδείχθηκε όμως από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ότι ο εναγόμενος, ο οποίος μετά και τη δημιουργία δικής του οικογένειας διέμενε στον Π. Κ., συνέχιζε δε να διαμένει στον Π. και μετά την ένδικη μεταβίβαση, εξέφρασε ποτέ την άρνησή του να φιλοξενηθεί η ενάγουσα στην οικία αυτή, καθόσον μάλιστα περί ρητής άρνησης του εναγομένου να φιλοξενήσει στην οικία στα Ο. Κ., την ενάγουσα και το σύζυγο αυτής, δεν κάνει λόγο ούτε ο μάρτυρας της ενάγουσας, καταθέτοντας απλά ότι αυτό που ενόχλησε την ενάγουσα ήταν το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν τους κάλεσε ρητώς να φιλοξενηθούν στην οικία κατά τις ημέρες του γάμου. Όμως, τόσο ο ίδιος ο εναγόμενος όσο και η μητέρα του που διαμένει σε συνεχόμενη με την επίδικη οικία, ουδέποτε αρνήθηκαν την είσοδο της ενάγουσας στη δωρηθείσα οικία. Άλλωστε ο εναγόμενος δεν παραβρέθηκε στο γάμο του πρώτου του εξαδέλφου, λόγω παρεξήγησης που είχε προηγηθεί με το θείο του και προτίμησε να μεταβεί για κυνήγι στα Γ. Ωστόσο, από το προπεριγραφόμενο περιστατικό, ήτοι αυτό της μη φιλοξενίας της ενάγουσας στην οικία στα Ο. Κ., τμήμα της οποίας και μεταβίβασε στον εναγόμενο, χωρίς μάλιστα να προκύπτει οποιαδήποτε συμμετοχή του εναγόμενου στο περιστατικό αυτό, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αχαριστία του τελευταίου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 505 ΑΚ, που να δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, αφού δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης του ίδιου του εναγόμενου προς την ενάγουσα με την εκδήλωση βαριάς και υπαίτιας εκ μέρους του ή αντικοινωνικής συμπεριφο- ράς ή διαγωγής προς την ενάγουσα ή το σύζυγο αυτής.
Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι η αθέτηση της άτυπης συμφωνίας για φιλοξενία της ενάγουσας και του συζύγου αυτής στην οικία στα Ο. Κ., είχε προκληθεί από θετική συμπεριφορά του ίδιου του εναγομένου, πράγμα, όμως, που δεν αποδείχθηκε, τούτο δεν μπορεί να προσλάβει τον χαρακτήρα βαρέως παραπτώματος που αντιβαίνει στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής ή ευπρέπειας, αφού δεν αποδείχθηκε ότι προηγήθηκαν της μεταβίβασης ή ακολούθησαν αυτής περιστατικά τέτοια που σε συνδυασμό με τη μη φιλοξενία της ενάγουσας να συνιστούν βαρύ παράπτωμα και να δικαιολογούν την ανάκληση της δωρεάς. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πριν την ένδικη μεταβίβαση του ακινήτου, μπορούσε να διαθέτει χρόνο – δεδομένου μάλιστα ότι εργάζεται σε τεχνική εταιρία ως εργοδηγός, με αποτέλεσμα τις περισσότε- ρες ημέρες του μήνα να βρίσκεται όχι μόνο εκτός της οικίας του αλλά και εκτός της πό λης της Κ. – και να μεταβαίνει στην πόλη του Β. επισκεπτόμενος την ενάγουσα και το σύζυγο αυτής και γενικότερα βρισκόμε- νος σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους, συμπεριφορά, που ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, σταμάτησε μετά τη σύναψη του συμβολαίου δωρεάς. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος με την συ- μπεριφορά του, που προηγήθηκε της ένδικης μεταβίβασης, είχε δημιουργήσει την εντύπωση στην ενάγουσα, ότι ο ίδιος θα βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία και επα- φή με την τελευταία και το σύζυγο αυτής, οδηγώντας ό ίδιος κατά κάποιο τρόπο την ενάγουσα στην απόφαση για την μεταβί- βαση. Τουναντίον μάλιστα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος ενημερώθηκε και κλή- θηκε από την ενάγουσα στο γραφείο του Συμβολαιογράφου, προκειμένου να γίνει το προσύμφωνο δωρεάς εντελώς ξαφνικά τουλάχιστον για τον ίδιο.
Πρέπει εξάλλου να αναφερθεί, ότι η άτυπη υποχρέωση που ανέλαβε ο εναγόμενος για φιλοξενία της ενάγουσας στην οικία, δεν συνοδεύτηκε και από υποχρέ- ωση του εναγόμενου να επιμελείται της ενάγουσας ή και του συζύγου αυτής – κάτι άλλωστε το οποίο και ρητά απέκλεισε και ο μάρτυρας της ενάγουσας, λέγοντας ότι οι ίδιοι διαθέτουν επαρκή περιουσία, ώστε να επιμελούνται για τις ανάγκες τους, όποτε αυτό χρειαστεί – ώστε η μη επικοινωνία του εναγόμενου για το χρόνο μετά την ένδικη μεταβίβαση να εκληφθεί, ως ένα δείγμα έλλειψης συναισθήματος ευγνωμοσύνης. Το ότι ο εναγόμενος παρέλαβε το κλειδί της οικίας, όταν του το έδωσε η ενάγουσα ευθύς μετά τη σύναψη του συμβολαίου, ή το ότι ο εναγόμενος δεν κάλεσε ρητά (με θετική του ενέργεια, όπως π.χ. επικοινωνώντας τηλεφωνικά) την ενάγουσα και το σύζυγο αυτής να φιλοξενηθούν στην οικία που του μεταβίβασε η ενάγουσα, μπορεί να ανάγεται σε ζήτημα «τρόπου καλής συμπεριφοράς», δεν φτάνει όμως να αποτελεί εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς – διαγωγής του δωρεοδόχου (για την οποία σημειωτέον δεν αρκεί η παθητική κατάσταση αγνωμοσύνης, βλ. Γεωργιάδη
– Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ άρθρο 505, σελ. 1003), αφής μάλιστα στιγμής δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος γνώριζε πως με την συμπεριφορά του αυτή θίγει την ενάγουσα. Και μετά όμως το επικαλούμε- νο από την ενάγουσα περιστατικό (της μη φιλοξενίας της στην οικία στα Ο. Κ.) δεν αποδείχθηκε (ούτε καν επικαλείται η ενάγουσα), οποιαδήποτε εκδήλωση καταφρονητικής συμπεριφοράς από την πλευρά του εναγομένου, η οποία (συμπεριφορά), κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγρα- φο, εξαντλείται στο περιστατικό της μη παραμονής της ενάγουσας στην οικία του εναγομένου στα Ο. Κ. κατά τις ημέρες τέλεσης του γάμου της ανιψιάς της. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι μετά το ως άνω περιστα- τικό, οι σχέσεις μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου διαταράχθηκαν, όχι όμως εξαιτίας της συμπεριφοράς του εναγομένου, αλλά επειδή η ενάγουσα ούσα ενοχλημένη από τη μη ρητή πρόσκληση του εναγόμενου προς φιλοξενία της, δεν επιθυμούσε πλέον τις επαφές με τον τελευταίο, με τον οποίο μάλιστα δεν επιδίωξε ούτε εκ των υστέρων συνάντηση προς επίλυση της παρε- ξήγησης. Προφανώς η μοναδική αιτία που προκάλεσε τη δήλωση της ενάγουσας με την κρινόμενη αγωγή της προς ανάκληση του ως άνω συμβολαίου δωρεάς, ήταν όχι η διάρρηξη των σχέσεων των διαδίκων, αλλά η απλή μεταστροφή της βούλησής της και δη να μεταβιβάσει το ακίνητο αυτό σε άλλον ανιψιό της (βλ. τα όσα βεβαιώνει ενόρκως ο μάρτυρας του εναγομένου, σελ.
41 πρακτικών). Τα ανωτέρω αποδεικνύο- νται από τα προσκομιζόμενα από τον ενα- γόμενο έγγραφα και από τα όσα ενόρκως κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ο μάρτυρας του εναγομένου. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αίρεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ούτε και από τα όσα ενόρκως βεβαιώνουν με τις υπ’ αριθμ. …/4.3.2013 και …/ 20.2.2014 ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της ενάγουσας, οι οποίοι και αυτοί κάνουν λόγο για «μη κάλεσμα της ενάγουσας από τον εναγόμενο» και ουδό- λως για άρνηση του εναγομένου να φιλοξενήσει στην οικία στα Ο. Κ. την ενάγουσα.
Με βάση όλα τα παραπάνω, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι η, με την κρινόμενη αγωγή, δήλωση περί ανάκλησης του με αριθμό …/27.12.2006 συμβολαίου δωρεάς του Συμβολαιογράφου Π. Β., δεν είναι νόμιμη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Έπρεπε, λοιπόν, η αγωγή, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα της ενάγουσας, που προβάλ- λονται με τους πέντε λόγους της εφέσεώς της, οι οποίοι ανάγονται όλοι σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.
4. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη…