221/2018 ΤρΕφΛαρ (Μη δεδικασμένο εξ απόφασης αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης ως προς το παρεμπίπτον θέμα της κυριότητας)
221/2018
Πρόεδρος: Μόρφω Γκίκα Εισηγήτρια: Βαρβάρα Πάπαρη Δικηγόροι: Πέτρος Σταυριανός Γεώρ. Νούτσιας, Αλεξάνδρα Κωνσταντίνου, Φωτεινή Ριζάβα
Επί απαλλοτρίωσης, μη δεδικασμένο εξ απόφασης αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης ως προς το παρεμπίπτον θέμα της κυριότητας.
Επί είσπραξης αποζημίωσης υπό αναγνωρισθέντος δικαστικά δικαιούχου αυτής, ευθύνη του έναντι του αληθούς κυρίου του απαλλοτριωθέντος, του οποίου το δικαίωμα τρέπεται από το νόμο σε ενοχική αξίωση κατά του υπέρ ου εκδόθηκε το ένταλμα πληρωμής ή εισπράξαντος την αποζημίωση, στη δε δίκη θα ερευνηθεί ως πραγματικό ζήτημα η κυριότητα, διό ανάγκη μνείας του τρόπου κτήσης της. Αυτοδίκαιη κτήση κυριότητας υπό κληρονόμου, υπό την αίρεση μεταγραφής αποδοχής κληρονομίας.
Επί αγωγής κυριότητας εξ έκτακτης χρησικτησίας, αναγκαία μνεία υλικών πράξεων νομής, δυνατή όμως συμπλήρωσή της.
Πράξεις φυσικής εξουσίασης διανοία κυρίου επί συννομής ακινήτου η επίβλεψή του για λ/σμό όλων, η συνεκμίσθωση, η διανομή καρπών μεταξύ συννομέων.
Η άσκηση νομής υπό συννομέα επί διαιρετού τμήματος του όλου ακινήτου, ανάλογου προς το μερίδιό του, δεν άγει σε κτήση ανάλογης συγκυριότητας επί του όλου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον προς τούτο απαιτείται όπως, κατόπιν συμφωνίας όλων των συννομέων, ο νομέας τμήματος ασκεί πράξεις εξουσίασης όχι μόνο για λ/σμό του, αλλά και ως αντιπρόσωπος των λοιπών, οι δε άλλοι συννομείς να ασκούν πράξεις νομής στα λοιπά διαιρετά τμήματα του ακινήτου και ως αντιπρόσωποι του πρώτου. Διάφορη η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος του όλου ακινήτου από συννομέα κατόπιν άτυπης διανομής του κοινού μεταξύ όλων των κοινωνών ή γνώσης υπό λοιπών της πρόθεσής του να νέμεται το διαιρετό τμήμα αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Μη αδικοπρακτική παραπλάνηση δικαστηρίου υπό εναγομένων ως προς την αναγνώρισή τους ως δικαιούχων αποζημίωσης, αλλά ευθύνη τους σε απόδοση της εισπραχθείσας αποζημίωσης κατά τον Κώδικα Απαλλοτριώσεων.
{…} 2. Οι τέσσερις πρώτοι των εφεσιβλήτων με την από 1.5.2009 (αριθμ. καταθ. 906/2009) αγωγή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά των δύο πρώτων εκκαλούντων Μ. Α. του Π. ή Π. και Π. Σ. χήρας Π. ή Π. Α. και κατά α) της ήδη αποβιώσασας στις 3.3.2014 Μ. Α. του Μ. συζ. Κ. Κ. και β) της ήδη αποβιώσασας στις 8.12.2015 Κ. χας Μ. Α., ισχυρίστηκαν ότι ο πρώτος από αυτούς και ο αποβιώσας Κ. Μ. του Σ., πατέρας των λοιπών, απέκτησαν, δυνάμει του με αριθμό …/1.12.1962 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Δ. Κ. που μεταγράφηκε νόμιμα, σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου χερσότοπου εκτάσεως 50 στρεμμάτων, ευρισκόμενου στην κτηματική περιφέρεια Τ. στη θέση «Κ.Χ.», όπως περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι την ανωτέρω ημεροχρονολογία τους παραδόθηκε η νομή συγκεκριμένου διαιρετού τμήματος του ακινήτου αυτού, και ειδικότερα του βορειοανατολικού τμήματός του, όπως το ακίνητο αυτό εμφανίζεται στο από Μάρτιο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Μηχανικού Θ. Κ. εκτάσεως 25.000 τμ. Ότι μετά το θάνατο του Κ. Μ. στις 19.1.1998, συγκύριοι του ακινήτου αυτού λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, κατέστησαν η σύζυγός του Α. και τα τέκνα του δεύτερη, τρίτη και τέταρτος των εναγόντων, ενώ μετά το θάνατο και της Α. οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτος των εναγόντων απέκτησαν τη συγκυριότητα του ανωτέρω ακινήτου δυνάμει της με αριθμό …/9.7.2008 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σ.Α., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κ. κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς. Ότι την ημεροχρονολογία της αγοράς του ακινήτου (1.12.1962), ημερομηνία, κατά την οποία τους παραδόθηκε η νομή σε διαιρετό τμήμα και μέχρι και το έτος 2004 κατείχαν ο πρώτος ενάγων και ο Κ. Μ. μέχρι και το θάνατό του και στη συνέχεια οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτος των εναγόντων το παραπάνω διαιρετό τμήμα του όλου ακινήτου με διάνοια κυρίων, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, που αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό τη συγκυριότητα αυτού κατά τα ανωτέρω εξ’ αδιαιρέτου ποσοστά ο καθένας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι τμήμα του αρχικού όλου ακινήτου των 50.000 τμ, επίσης αναλυτικώς προσδιοριζόμενο κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, εμβαδού 23.253 τμ, απαλλοτριώθηκε δυνάμει της με αριθμό …/10.12.2004 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ τεύχος Δ’ …/16.12.2004), όπως αυτό περιγράφεται στην αγωγή και στα συνοδεύοντα την απαλλοτρίωση αυτή διαγράμματα με αριθμό ΚΠ 30. Ότι από το τμήμα αυτό τμήμα έκτασης 10.861,57 τμ, επίσης αναλυτικά προσδιοριζόμενο κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, είναι μέρος του ανωτέρω περιγραφόμενου διαιρετού τμήματος, του οποίου μοναδικοί συγκύριοι τυγχάνουν οι ίδιοι. Ότι οι εναγόμενοι, αν και γνώριζαν ότι οι ενάγοντες τυγχάνουν μοναδικοί εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του ακινήτου αυτού, ενεργώντας παράνομα, με σκοπό την βλάβη τους, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας την 21.9.2006 κατά τη συζήτηση της από 17.2.2006 και με αριθ. κατάθ.150/2006 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης, ότι τυγχάνουν αυτοί μόνοι συνιδιοκτήτες του και υπέβαλαν διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους προφορικώς στο ακροατήριο σχετική αίτηση αναγνώρισής τους ως δικαιούχων της αποζημίωσης που θα οριζόταν για το ακίνητο αυτό. Ειδικότερα, εξέθεσαν ότι τυγχάνουν μόνοι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του ακινήτου αυτού και ειδικότερα η Π. Σ. σε ποσοστό 1,15/16, η Κ. Α. σε ποσοστό 4/16, η Μ. Α. του Μ. σε ποσοστό 6/16 και ο Μ. Α. σε ποσοστό 4,5/16, λόγω κληρονομικής διαδοχής, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, και επικαλούμενοι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία και αποσιωπώντας την αλήθεια, πέτυχαν, με την αριθμό 46/2007 απόφασή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας για την απαλλοτριούμενη έκταση το ποσό των 28 Ε ανά τμ, να αναγνωρισθούν μόνοι συγκύριοι της έκτασης κατά τα αναφερόμενα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας και μόνοι συνδικαιούχοι της προσωρινώς ορισθείσας αποζημίωσης, την οποία ακολούθως και εισέπραξαν, συνολικού ποσού 304.123,96 Ε, κατά το αναλογούν στον καθένα ποσό, ως αποζημίωση, το οποίο ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους από κοινού, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι ενάγοντες κατά το αντίστοιχο ποσό. Ότι επίσης εισέπραξαν και ποσό 1.000 Ε στο οποίο καθορίσθηκε η αξία μίας ασβεστοκαμίνου που υπήρχε στο επίδικο. Ότι άλλως και επικουρικώς, εισπράττοντας με τρόπο αυτό το ανωτέρω χρηματικό ποσό και κατά την αναλογία του ο καθένας, κατέστησαν πλουσιώτεροι χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας τους. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι ο καθένας από αυτούς τυγχάνει συγκύριος του όλου ακινήτου εκτάσεως 25.000 τμ σε ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου, να αναγνωρισθεί ότι τυγχάνουν κατά το ίδιο ποσοστό συγκύριοι της απαλλοτριωθείσας εκτάσεως εμβαδού 10.861,57 τμ και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλλουν το ποσό των 305.123,96 Ε κατά το ποσοστό που αναγνωρίσθηκε ο καθένας συγκύριος της απαλλοτριωθείσας έκτασης, και το οποίο αντιστοιχεί στην αποζημίωση που έπρεπε οι ίδιοι (ενάγοντες) να εισπράξουν, νομιμοτόκως από την είσπραξη των σχετικών ενταλμάτων πληρωμής, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 268/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία η αγωγή παραπέμφθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του καθ’ ύλη αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.
Επίσης, η πέμπτη των εφεσιβλήτων Μ. Γ. άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας την από 15.10.2009 (αριθμ. καταθ. 686/2009) αγωγή της κατά των ίδιων ως άνω εναγομένων, ήδη δύο πρώτων εκκαλούντων και των προαναφερόμενων αποβιωσάντων, με την οποία η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει κυρία σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, του αναλυτικώς περιγραφόμενου σε αυτή ακινήτου, ευρισκόμενου στην κτηματική περιφέρεια του χωριού Τ. στη θέση «Κ. Χ.» ή «Κ.», το οποίο απέκτησε δυνάμει του με αριθμό …/16.6.1966 πωλητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Δ. Κ., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις νομής προσωπικά ή μέσω αντιπροσώπων της από την ημερομηνία κτήσης του μέχρι και το έτος 2006, χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανένα. Ότι τμήμα του ακινήτου αυτού, επίσης αναλυτικώς προσδιοριζόμενο, κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή, εμβαδού 23.253 τμ απαλλοτριώθηκε δυνάμει της με αριθμό …/10.12.2004 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ τεύχος Δ’ 1180/16.12.2004), όπως αυτό περιγράφεται στην αγωγή της και στα συνοδεύοντα την απαλλοτρίωση αυτή διαγράμματα με αριθμό ΚΠ 30. Ότι οι εναγόμενοι, αν και γνώριζαν ότι η ενάγουσα τυγχάνει συνιδιοκτήτρια του ακινήτου αυτού σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ενεργώντας παράνομα, με σκοπό την βλάβη της, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας την 21.9.2006 κατά τη συζήτηση της από 17.2.2006 και με αριθ. κατάθ. 150/2006 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης, ότι τυγχάνουν μόνοι συνιδιοκτήτες του και υπέβαλαν διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους προφορικώς στο ακροατήριο σχετική αίτηση αναγνώρισής τους ως δικαιούχων της αποζημίωσης που θα οριζόταν για το ακίνητο αυτό. Ειδικότερα ότι ψευδώς εξέθεσαν ότι τυγχάνουν μόνοι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του ακινήτου αυτού και ειδικότερα η Π. Σ. σε ποσοστό 1,15/16, η Κ.Α. σε ποσοστό 4/16, η Μ. Α. του Μ. σε ποσοστό 6/16, και ο Μ.Α. σε ποσοστό 4,5/16, λόγω κληρονομικής διαδοχής, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προς απόδειξη δε αυτού εξέτασαν και μάρτυρα επ’ ακροατηρίω για τις διακατοχικές πράξεις τους διανοία αποκλειστικών κυρίων στο ακίνητο αυτό. Ότι με την ως άνω απατηλή συμπεριφορά τους πέτυχαν από κοινού να παραπλανήσουν το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας ώστε να εκδώσει την με αριθμό 46/2007 απόφασή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με την οποία καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας για την απαλλοτριούμενη έκταση και με την οποία οι εναγόμενοι αναγνωρίσθηκαν κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά ο καθένας ως μόνοι συνδικαιούχοι της προσωρινώς ορισθείσας αποζημίωσης, την οποία ακολούθως και εισέπραξαν, συνολικού ποσού 652.124 Ε, κατά το αναλογούν στον καθένα ποσό, ως αποζημίωση, το οποίο ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους από κοινού, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά το 1/2 του ποσού αυτού, ήτοι κατά 376.018 ευρώ. Ότι το ποσό αυτό εισέπραξαν εις βάρος της περιουσίας της υπαίτια και παράνομα, άλλως και επικουρικώς ότι με τον τρόπο αυτό και κατά την αναλογία του ο καθένας, κατέστησαν πλουσιώτεροι χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της. Ότι εξαιτίας της αδικοπραξίας των εναγομένων η οποία περιγράφηκε ανωτέρω, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, αφού παρά την προχωρημένη ηλικία της αναγκάσθηκε να προβεί σε πολυδάπανο και μακρόχρονο δικαστικό αγώνα μακριά από τον τόπο κατοικίας της. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν ευθυνόμενοι εκ του νόμου, αλλά και λόγω της αδικοπραξίας τους, άλλως και όλως επικουρικώς ευθυνόμενοι σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, το συνολικό ποσό των 376.018 Ε με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και ειδικότερα η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 81.515,50 Ε, η δεύτερη το ποσό των 122.273,25 Ε, ο τρίτος το ποσό των 91.704,94 Ε και η τέταρτη το ποσό των 30.568,31 Ε, το οποίο παρανόμως εισέπραξαν και το ποσό των 49.956 Ε για την ηθική της βλάβη, επιφυλασσόμενη για την αναζήτηση ποσού 44 Ε ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων. Τέλος, ζήτησε να απαγγελθεί προσωρινή κράτηση σε βάρος των εναγομένων διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Η από 1.5.2009 (αριθμ. καταθ.906/2009) αγωγή εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του καθ’ ύλη αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και συνεκδικάστηκε, αντιμωλία των διαδίκων, με την από 15.10.2009 (αριθμ. καταθ. 686/2009) αγωγή και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 248/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία 1) η από 1.5.2009 (αριθμ. καταθ. 906/2009) α’ αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κυρία της βάση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.4, 26 παρ. 12 του ν. 2882/2001 (που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ως εκ του ότι η προκειμένη απαλλοτρίωση κηρύχθηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου βλ. άρθ. 29 παρ.1), 914, 287, 299, 340, 345 και 346, 482, 494, 974, 975, 983, 1033, 1045, 1094, 1192, 1051 ΑΚ, 176, 907, 908, 1047 ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα των τόκων από την επομένη ημέρα της είσπραξης των σχετικών ενταλμάτων πληρωμής, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, όπως και η επικουρική βάση της, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού ως στηριζόμενη στα ίδια θεμελιωτικά γεγονότα της αναγνωριζόμενης από το νόμο ευθύνης, 2) η από 15.10.2009 (αριθμ. καταθ. 686/2009) β’ αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη κατά την κυρία της βάση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 4, 26 παρ.
12 του ν. 2882/2001 (που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ως εκ του ότι η προκειμένη απαλλοτρίωση κηρύχθηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου βλ. άρθ. 29 παρ. 1), 914, 287, 299, 340, 345 και 346, 482, 494, 932, 974, 975, 983, 1033, 1045, 1094, 1192, 1051 ΑΚ, 176, 907, 908, 1047 ΚΠολΔ και μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού διότι στηρίζεται στα ίδια θεμελιωτικά γεγονότα της αναγνωριζόμενης από το νόμο ευθύνης. Ακολούθως, με την ίδια ως άνω απόφαση, έγινε δεκτό ότι 1) οι ενάγοντες της από 1.5.2009 (αριθμ. καταθ. 906/2009) α’ αγωγής τυγχάνουν
αποκλειστικοί συγκύριοι σε ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ο 1ος με έκτακτη χρησικτησία και οι λοιποί με κληρονομική διαδοχή, ετέρου τμήματος του ακινήτου, το οποίο ορίζεται με αριθμό κτηματολογικού πίνακα 30, ενώ το αίτημα της ίδιας α’ αγωγής για αναγνώριση των εναγόντων ως συγκυρίων του περιγραφόμενου ακινήτου των 25.000 τμ απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο και 2) η ενάγουσα της από 15.10.2009 (αριθμ. καταθ. 686/2009) αγωγής τυγχάνει συγκυρία σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από κοινού με τους εναγόμενους τμήματος του ακινήτου, το οποίο ορίζεται με αριθμό κτηματολογικού πίνακα 30, με παράγωγο τρόπο. Περαιτέρω, το άνω Δικαστήριο διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, από τοπογράφο μηχανικό, προκειμένου να προσδιορίσει το ακριβές εμβαδόν του παραπάνω ακινήτου, και να καθορίσει την συνολική αποζημίωση που όφειλαν να λάβουν οι ενάγοντες και των δύο αγωγών ως συγκύριοι τμήματος αυτού στα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου και ακολούθως το οφειλόμενο ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας του κάθε εναγόμενου ποσό, το οποίο εισέπραξε ο καθένας αδικαιολόγητα εις βάρος της περιουσίας τους. Ακολούθως, απεβίωσε στις 3.3.2014 η 2η εναγομένη Μ. Α. του Μ. συζ. Κ. Κ. και στις 8.12.2015 η 1η εναγομένη Κ. χήρα Μ. Α. και στη δικονομική τους θέση υπεισήλθαν, ως προς την Μ. Α. οι 3η, 4η και 5ος των εκκαλούντων (Ν. Κ. του Κ., Κ.Λ. Κ. του Κ. και Κ. Κ. του Ο.), και ως προς την Κ. χα Μ. Α., οι 3η, 4η των εκκαλούντων (Ν. Κ. του Κ., Κ.-Λ. Κ. του Κ.), οι οποίοι συνέχισαν την βιαίως διακοπείσα δίκη. Συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων και αφού διενεργήθηκε η διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 49/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες και οι δύο αγωγές και υποχρεώθηκαν οι 3ος και 4ος των εναγομένων, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι των 1ης και 2ης των εναγομένων, να καταβάλουν στους ενάγοντες τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ για το αίτημα της β’ αγωγής της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και της απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, δεν υπήρξε διάταξη του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Οι εναγόμενοι εκκαλούντες, με την έφεσή τους και τον πρόσθετο λόγο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή καθώς και την εν μέρει οριστική υπ’ αριθμ. 248/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, με σκοπό να απορριφθούν εντελώς οι εναντίον τους αγωγές. Πρέπει, λοιπόν, να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης και του προσθέτου λόγου.
3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 §3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Ν. 2882/2001), με την καταβολή της αποζημίωσης στο δικαιούχο που αναγνωρίστηκε δικαστικώς, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση και ευθύνη απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο διεκδικητή ή δικαιούχο, ενώ ευθύνη απέναντι σε αυτούς έχει εκείνος που εισέπραξε την αποζημίωση. Εξάλλου, με την απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, με την οποία γίνεται η αναγνώριση δικαιούχων κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν δημιουργείται δεδικασμένο, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, και για το δικαίωμα κυριότητας, το οποίο κρίνεται παρεμπιπτόντως (ΑΠ 436/1994 Δνη 1995. 312, ΑΠ 1012/1991 Δ 1992. 459, ΕφΝαυπλ 582/2001 Δνη 2002. 181). Αφού, δε, συντελεσθεί η απαλλοτρίωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 §4 Ν. 2882/2001, το δικαίωμα του αληθινού κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή, αλλά το αντικείμενο της αγωγής αυτής τρέπεται στο εξής από το νόμο σε ενοχική αξίωση πάνω στην αποζημίωση που παρακατέθηκε ή εισπράχθηκε κατ’ εκείνου υπέρ του οποίου εκδόθηκε το χρηματικό ένταλμα πληρωμής ή εκείνου που εισέπραξε την αποζημίωση (ΑΠ 922/2009 Νόμος, ΕφΑθ 9837/1990 Δνη 32.
1633 ή ΕπιθΝομολ 1991. 274. 32, ΕφΠατρ 959/1988 ΑχΝ 5. 551 ή ΕπιθΝομολ 1990.269. 50, ΕφΑθ 4201/1979 ΝοΒ 28. 1501), η απαίτησή του δε αυτή μπορεί να στηριχθεί στις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 626/2011, ΑΠ 1548/2008, ΜΕφΠατρ 144/2018 Νόμος), ενώ, περαιτέρω, σε δίκη για την διεκδίκηση της παραπάνω αποζημίωσης θα ερευνηθεί ως πραγματικό ζήτημα η κυριότητα πάνω στο απαλλοτριωμένο (ΑΠ
243/1999 Δνη 1999. 1036, ΕφΑθ 9837/1990 Δνη 1991. 1633 πρβλ. ΟλΑΠ 7/2007 Νόμος). Συνεπώς, όταν η ικανοποίηση της αξιώσεως αυτής επιδιώκεται με αγωγή, νοείται ότι για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ πληρότητα και το ορισμένο του δικογραφήματος αυτής, εκτός των άλλων, απαιτείται αφενός μεν πλήρης και συγκεκριμένη περιγραφή του ακινήτου, αφετέρου δε του τρόπου κτήσεως της επ’ αυτού κυριότητας, όπως επί διεκδικητικής αγωγής, αφού αληθινό αντικείμενο της δικαστικής έριδας, που τίθεται στην κρίση του Δικαστηρίου, είναι η επικαλουμένη κυριότητα επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου (ΕφΠατρ 959/1988 ό.π., ΕφΑθ 4201/1979 ό.π.).
Για να είναι ορισμένη η διεκδικητική (ή αναγνωριστική) αγωγή της κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, (δηλαδή με μεταβίβαση), πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων και ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής και δεν χρειάζεται σε πρώτη φάση να αναφερθεί. Μόνο αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρει, είτε με την αγωγή καθ’ υποφοράν είτε με τις προτάσεις του, ορισμένο νόμιμο τρόπο, με τον οποίο ο δικαιοπάροχός του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι, εκτός από τον παράγωγο τρόπο, και εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Για την κτήση της κυριότητας ακινήτου από κληρονομική διαδοχή απαιτείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1193, 1195, 1198, 1199 και 1846 ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο και η μεταγραφή αυτού, αφού δε γίνει η μεταγραφή θεωρείται ότι περιήλθε η κυριότητα στον κληρονόμο από τον θάνατο του κληρονομουμένου, ενόψει του ότι ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά μόλις γίνει η επαγωγή. Ειδικότερα, η μεταγραφή αξιώνεται για λόγους δημοσιότητας και εξασφάλισης της συνέχειας των μεταβιβάσεων στα βιβλία μεταγραφών και δεν έχει την έννοια ότι πριν από τη μεταγραφή η κυριότητα επί του κληρονομιαίου ακινήτου δεν έχει αποκτηθεί από τον κληρονόμο από την επαγωγή. Αντίθετα, γίνεται παγίως δεκτό ότι ο κληρονόμος από την επαγωγή και διά της επαγωγής αποκτά την κυριότητα (ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα) επί του κληρονομιαίου ακινήτου, αλλά η κτήση αυτή τελεί υπό τη νομική αίρεση της μεταγραφής, μέχρις ότου δε αυτή συντελεστεί, η κυριότητα του ακινήτου είναι μετέωρη (βλ. Απ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη Σταθόπουλου ΑΚ, αρθρ. 1846, αρ. 15, 17 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Για την παύση της ως άνω μετέωρης κατάστασης απαιτείται η μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς, η οποία (αποδοχή) πρέπει να προκύπτει από δημόσιο έγγραφο (ΑΚ 1195 εδ. α’), αν δε από τη μεταγραφόμενη πράξη δεν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου και το εμπράγματο δικαίωμα στο οποίο αναφέρεται η αποδοχή, πρέπει να παραδίνεται στο γραφείο μεταγραφών και έκθεση που να περιέχει τα ελλείποντα στοιχεία (ΑΚ 1197). Αν, δε, ο τρόπος κτήσης της κυριότητας στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 812/2010, ΑΠ 96/2010, ΑΠ 1631/2009, ΑΠ 1272/1997, ΕφΠειρ 59/2016 Νόμος). Τις υλικές αυτές πράξεις, που πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του ο ενάγων που επικαλείται τη χρησικτησία, εφόσον αμφισβητούνται, αποδεικνύονται από αυτόν και δεν αρκεί η έκφραση ότι ο ενάγων νεμόταν το ακίνητο με διάνοια κυρίου χωρίς αναφορά των υλικών πράξεων που ενήργησε στο ακίνητο. Μπορεί, όμως, να συμπληρώσει παραδεκτά την αγωγή με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό όσον αφορά τις υλικές πράξεις που ενήργησε στο ακίνητο, θεραπεύοντας, έτσι, την (ποσοτική ποιοτική) αοριστία αυτής (ΑΠ 1389/2014 Νόμος).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 994 ΑΚ, αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατ’ ιδανικά μέρη, καθένας απ’ αυτούς έχει κατά τρίτων τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής. Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι δυνατό η νομή να ανήκει από κοινού σε περισσοτέρους, με την έννοια ότι η φυσική εξουσία του καθενός δεν περιορίζεται σ’ ένα διακριτό μέρος του πράγματος, αλλά ολόκληρο το πράγμα υπόκειται στον καθένα από αυτούς κατά ένα ιδανικό μερίδιο, ήτοι μαθηματικό ποσοστό (σύννομη). Στην περίπτωση αυτή, εφόσον πρόκειται για ακίνητο, ως πράξεις φυσικής εξουσιάσεως με διάνοια κυρίου των συννομέων επί του όλου πράγματος, οι οποίες μετά την πάροδο εικοσαετίας, επιφέρουν την από κοινού κτήση κυριότητας αυτού από τους συννομείς εξ αδιαιρέτου και κατά το ποσοστό της μερίδας εκάστου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1113, 1045, 974, 980, 994, 785 επ. ΑΚ, είναι ενδεικτικά η επίβλεψη ή η φύλαξη όλου του ακινήτου από έκαστο των συννομέων για λογαριασμό όλων, η συνεκμίσθωση ή η από κοινού παραχώρηση της χρήσεως αυτού από όλους τους συννομείς σε τρίτο, η συλλογή των καρπών από κάποιο συννομέα και η διανομή τους μεταξύ των συννομέων, η καταβολή δαπανών για όλο το ακίνητο από τους συννομείς κατά το ποσοστό της μερίδας εκάστου κλπ. Η άσκηση της νομής από έναν ή περισσότερους συννομείς επί διαιρετού τμήματος του όλου ακινήτου αναλόγου προς το μερίδιο του (των), κατ’ αποκλεισμό των λοιπών συννομέων, δεν οδηγεί στην κτήση συγκυριότητας επί του όλου πράγματος κατά το λόγο της ιδανικής μερίδας του εν λόγω συννομέα (συννομέων) με έκτακτη χρησικτησία. Για να συμβεί τούτο απαιτείται, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 974, 980, 994 και 785-788 ΑΚ όπως, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ όλων των συννομέων, ο νομέας ή οι συννομείς που ασκούν, κατ’ αποκλεισμό των λοιπών, πράξεις φυσικής εξουσιάσεως επί του διαιρετού τμήματος του όλου ακινήτου αναλόγου προς το μερίδιο του (των), να ασκούν αυτές όχι μόνο για λογαριασμό τους, αλλά και ως αντιπρόσωποι των λοιπών συννομέων ως προς το ιδανικό τους μερίδιο, οι δε λοιποί συννομείς, βάσει της άνω κοινής συμφωνίας, να ασκούν πράξεις νομής στα λοιπά διαιρετά τμήματα του όλου ακινήτου, όχι μόνο για λογαριασμό τους, αλλά και ως αντιπρόσωποι του πρώτου (πρώτων). Τελείως διάφορη των ανωτέρω είναι η περίπτωση της κτήσεως αποκλειστικής κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος του όλου ακινήτου από κάποιον ή κάποιους συννομείς, μετά την πάροδο εικοσαετίας στην αποκλειστική νομή του τμήματος αυτού, κατόπιν άτυπης διανομής του κοινού πράγματος μεταξύ όλων των συννομέων ή συγκυρίων αυτού ή γνώσεως από τους λοιπούς συννομείς της προθέσεως του χρησιδεσπόζοντος να νέμεται το διαιρετό τμήμα του ακινήτου αποκλειστικά για τον εαυτό του (ΑΠ 1389/2014 ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της εφέσεως αναφορικά με την από 1.5.2009 (αριθμ. καταθ. 906/2009) α’ αγωγή προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δεν απέρριψε αυτήν λόγω αοριστίας του δικογράφου της, ως προς τους 2η, 3η και 4ο των εναγόντων, καθόσον δεν διευκρινίζεται ο τρόπος κτήσης της κυριότητάς τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι στην α’ αγωγή περιγράφεται επαρκώς ο τρόπος κτήσης της κυριότητας των παραπάνω εναγόντων και ειδικότερα ότι έγιναν κύριοι διακριτού τμήματος του αρχικού ακινήτου λόγω κληρονομιάς από τον αρχικό συγκύριο του επιδίκου διακριτού τμήματος, ο οποίος είχε γίνει συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία, τα στοιχεία της οποίας (διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου σε διακριτό τμήμα του αρχικού ακινήτου εν γνώσει των αρχικών συγκυρίων) περιγράφονται επαρκώς. Η αποδοχή εκ μέρους των ανωτέρω εναγόντων, δυνάμει της αναφερόμενης πράξης αποδοχής της κληρονομίας, όχι διακριτού τμήματος αλλά εξ αδιαιρέτου μεριδίου εκτάσεως 50 στρεμμάτων, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, όπως και η ταυτότητα του επιδίκου, είναι ζήτημα αποδείξεως.
4. Περαιτέρω, στη διεκδικητική αγωγή ακινήτου, για την πληρότητα του δικογράφου, ο ενάγων οφείλει να περιγράψει το επίδικο κατά θέση, έκταση και όρια, σε οποιοδήποτε σημείο του δικογράφου, δηλαδή και με συνδυασμό του ιστορικού με το αιτητικό τμήμα του, χωρίς να υπάρχει ανάγκη επίκλησης των σημείων του ορίζοντα και των πλευρικών διαστάσεων, διότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να προκύψουν και από τις αποδείξεις. Ορισμένη είναι η διεκδικητική αγωγή και όταν στο δικόγραφο ενσωματώνεται τοπογραφικό διάγραμμα του ακινήτου. Ανάγκη παράθεσης λεπτομερέστερων στοιχείων παρίσταται όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, διότι εμφιλοχωρεί σοβαρός κίνδυνος σύγχυσης με άλλα τμήματα του ίδιου ακινήτου. Η αοριστία του δικογράφου ως προς την περιγραφή του ακινήτου έχει ως δικονομική συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, διότι δημιουργείται σύγχυση και ασάφεια ως προς την ταυτότητα του επιδίκου. Η αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν αυτά δεν προσαρτώνται ήδη και στην αγωγή (ΑΠ 1347/2010, 999/2009, 503/2009, 765/2008, 1582/2002 Νόμος, Μακρίδου «Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της», 4η έκδοση, 2006, σελ.66-68, Απ. Γεωργιάδη «Εμπράγματο Δίκαιο», 2η έκδοση, 2010, παρ. 58 αριθμ. 23, σελ.710). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, αναφορικά με την από 15.10.2009 (αριθμ. καταθ. 686/2009) β’ αγωγή, καταλογίζεται στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η πλημμέλεια της μη απορρίψεως της αγωγής ως αόριστης για το λόγο ότι το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στο δικόγραφό της με τρεις διαφορετικούς τρόπους ως προς τα όρια, τις πλευρικές διαστάσεις και την έκταση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από την επισκόπηση του δικογράφου της β’ αγωγής προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του, η δε πραγματική έκτασή του, τα όρια και οι πλευρικές του διαστάσεις είναι ζήτημα αποδείξεως.
5. Από όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με επίκληση αποδεικτικά στοιχεία … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ι. Δυνάμει της με αριθμό …/10.12.2004 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ τεύχος Δ’ …/16.12.2004) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημοσίας ωφελείας και ειδικότερα για τη διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου Λ.-Θ., τμήμα Α. Τ. Α. Κ. Ρ., στα εκεί αναφερόμενα υποτμήματα χιλιομετρικών θέσεων. Η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε υπέρ και με δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου. Μεταξύ των ιδιοκτησιών που απαλλοτριώθηκαν, ήταν και το επίδικο ακίνητο (αγροτεμάχιο) με νέο κτηματολογικό αριθμό 30 και παλαιό 32, εμβαδού 23.253 τμ, ευρισκόμενο στη θέση «Κ. Χ.» ή «Κ.», το οποίο περιγράφεται στο συνοδεύον την απαλλοτρίωση κτηματολογικό διάγραμμα, με περιμετρικά όρια 224 … 224. Οι εναγόμενοι, οι οποίοι αναγράφονταν ως φερόμενοι συνιδιοκτήτες του αγροτεμαχίου αυτού στα στοιχεία και τους πίνακες της απαλλοτρίωσης, παραστάθηκαν διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατά τη δικάσιμο της 21.9.2006, κατά την οποία είχε προσδιοριστεί η συζήτηση της από 17.2.2006 και με αριθ. κατάθ. 150/2006 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης και άσκησαν παρέμβαση και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου, ανταίτηση, με την οποία ζητούσαν αφενός μεν τον προσδιορισμό υπέρτερης αποζημίωσης για το ακίνητο με ΑΚΠ 30 και αφετέρου την αναγνώριση των ιδίων ως συνδικαιούχων της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης, που θα καθοριζόταν, εκθέτοντας ότι τυγχάνουν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του αγροτεμαχίου αυτού, η μεν Π. Σ. χήρα Π. ή Π. Α. (3η εναγομένη και 2η εκκαλούσα) κατά ποσοστό 1,15/16, η Κ. Α. (αρχικώς 1η εναγομένη) κατά ποσοστό 4/16, η Μ. Α. του Μ. (αρχικώς 2η εναγομένη) κατά ποσοστό 6/16 και ο, ανήλικος τότε και εκπροσωπούμενος από τη μητέρα του, Π. Σ., Μ. Α. του Π. ή Π. (4ος εναγόμενος και 1ος εκκαλών), κατά ποσοστό 4,5/16, έχοντας αποκτήσει το ακίνητο με πρωτότυπο τρόπο και πιο συγκεκριμένα με έκτακτη χρησικτησία λόγω της άσκησης επ’ αυτού πράξεων νομής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών (καλλιέργεια και χρήση του αγρού). Κατά την αυτή δικάσιμο και προς απόδειξη της ανταίτησής τους εξέτασαν ως μάρτυρα, από κοινού με τους λοιπούς παρασταθέντες καθ’ ων η αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφονταν στους κτηματολογικούς πίνακες ως φερόμενοι ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων αγροτεμαχίων στην περιοχή της κοινότητας Α. (45 περίπου στον αριθμό), τον Γ. Α. του Β., ο οποίος κατέθεσε ενόρκως ότι οι εκεί ανταιτούντες καλλιεργούσαν νέμονταν πάνω από 20 χρόνια τα κτήματα και ότι τα είχαν από τους παππούδες τους. Επί της αιτήσεως καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας του Ελληνικού Δημοσίου και επί των ανταιτήσεων, που ασκήθηκαν νόμιμα, εκδόθηκε η με αριθμό 46/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (διαδικασία απαλλοτριώσεων), με την οποία, αφού καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης, μεταξύ άλλων, για το ως άνω με ΑΚΠ 30 αγροτεμάχιο στο ποσό των 28 Ε/τμ, καθώς και προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για την υπάρχουσα εντός αυτού ερειπωμένη ασβεστοκάμινο, εμβαδού 54 κυβ.μ., κατ’ αποκοπήν στο ποσό των 1.000 Ε, αλλά και ποσό κατ’ αποκοπήν 40 Ε για το έτερο ερειπωμένο κτίσμα επικείμενο του με ΑΚΠ 30 αγροτεμαχίου, αναγνωρίστηκαν οι παραπάνω εναγόμενοι ως συνδικαιούχοι της ανωτέρω προσωρινής αποζημίωσης, που καθορίστηκε και δη η αρχικώς πρώτη εναγομένη, Α. Κ., χήρα Μ., κατά ποσοστό 4/16, η αρχικώς δεύτερη εναγομένη, Α.Κ. Μ., κατά ποσοστό 6/16, ο τρίτος εναγόμενος, Α. Μ. του Π. ή Π., κατά ποσοστό 4,5/16 και η τέταρτη εναγομένη, Σ. Π. χήρα Π. ή Π. Α., κατά ποσοστό 1,5/16. Ακολούθως, η δεύτερη και η τέταρτη των εναγομένων, λόγω της μη αναγραφής στην ως άνω απόφαση του πατρωνύμου τους και προκειμένου να μπορέσουν να εισπράξουν την ορισθείσα αποζημίωση από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέβαλαν αίτηση συμπλήρωσης, κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔ, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 5/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, με την οποία συμπληρώθηκε η προμνησθείσα με αριθμό 46/2007 απόφαση ως προς τα πατρώνυμά τους. Στη συνέχεια, οι εναγόμενοι εισέπραξαν την ορισθείσα για το απαλλοτριωθέν ακίνητο και τα επικείμενα αυτού προσωρινή αποζημίωση από το ΤΠΔ και ειδικότερα, δυνάμει του με αριθμό …/23.2.2009 εντάλματος πληρωμής, η μεν αρχικώς πρώτη εναγομένη, Α. Κ. χήρα Μ., εισέπραξε το ποσό των 163.031 Ε και ο τρίτος εναγόμενος, Α. Μ. του Π. ή Π., το ποσό των 183.409,88 Ε και δυνάμει του με αριθμό …/24.2.2009 εντάλματος πληρωμής η αρχικώς δεύτερη εναγομένη, Α.Κ. Μ., εισέπραξε το ποσό των 224.546,50 Ε και η τέταρτη εναγομένη, Σ.-Α. Π., το ποσό των 61.136,62 Ε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά την εκ μέρους των εναγομένων είσπραξη των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών, οι ενάγοντες της υπό στοιχείο α’ αγωγής, πληροφορηθέντες το γεγονός της αναγνώρισης των αντιδίκων τους ως μοναδικών δικαιούχων της αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης, που ορίστηκε για το με ΑΚΠ 30 ακίνητο καθώς και της είσπραξης της αποζημίωσης, απέστειλαν στους τελευταίους εξώδικη όχληση δήλωση καταγγελία πρόσκληση, στην οποία αναγράφεται μεν χρόνος συντάξεως η 2.2.2009, πλην όμως κοινοποιήθηκε στους εναγομένους:
1) στην αρχικώς 1η εναγομένη Κ. Α. στις 3.3.2009, 2) στην αρχικώς 2η εναγομένη Μ. Α. στις 3.3.2009, 3) στην 3η εναγομένη Π. Σ. χα Π. Α. στις 26.2.2009 και 4) στον 4ο εναγόμενο Μ. Α. στις 26.2.2009 και με την οποία τους ενημέρωναν για την επίκληση εκ μέρους τους δικαιωμάτων στο επίδικο ακίνητο και ζητούσαν την αποχή τους από την είσπραξη της ορισθείσας αποζημίωσης και τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς. Όμως, η είσπραξη της αποζημίωσης από τους εναγομένους, κατά τα προαναφερθέντα, είχε ήδη γίνει όταν κοινοποιήθηκε η παραπάνω εξώδικη όχληση και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχτηκε ότι η είσπραξη της αποζημίωσης έγινε πριν την κοινοποίηση της εξώδικης όχλησης, ενώ δεν αποδείχθηκε γνώση των εναγομένων της εν λόγω εξωδίκου οχλήσεως σε προγενέστερο της κοινοποιήσεως χρόνο. Ακολούθως, τόσο οι ενάγοντες της υπό στοιχεία α’ αγωγής Α. Γ., Σ. Δ. το γένος Κ. Μ., Μ. Ν. το γένος Κ. Μ. και Δ. Μ., όσο και η ενάγουσα της β’ αγωγής Μ. Γ., άσκησαν τις ένδικες αγωγές και υπέβαλαν εγκλήσεις σε βάρος των εναγομένων, επί τη βάσει των οποίων ασκήθηκε σε βάρος των τελευταίων ποινική δίωξη για απάτη στο δικαστήριο σε βαθμό κακουργήματος, με παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας προς την Ανακρίτρια του Α’ Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, στο οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί η παραπάνω 3η εναγομένη Π. Σ. χα Π. ή Π. Α., καθώς για τις 1η και 2η εναγόμενες έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω θανάτου, με την υπ’ αριθμ. 178/23.04.2018 απόφασή του, απόσπασμα της οποίας προσκομίστηκε στο παρόν Δικαστήριο μετά τη συζήτηση της έφεσης κατά την προθεσμία της προσθήκης αντίκρουσης, την κήρυξε αθώα για την παραπάνω κακουργηματική πράξη.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε {…παρατίθενται σκέψεις ως προς την κυριότητα των επίδικων ακινήτων…}.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι, την 21.9.2006, κατά τη συζήτηση της από 17.2.2006 και με αριθ. κατάθ. 150/2006 αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης, εμφανίζοντας τους εαυτούς τους ως μόνους συγκυρίους του απαλλοτριωθέντος και μάλιστα, στηρίζοντας το δικαίωμά τους σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, λόγω της επί χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας άσκησης πράξεων νομής επ’ αυτού, με τη μορφή της καλλιέργειας, αν και το αρχικό ακίνητο της «Κ. Χ.» όπως μνημονεύεται στα ως άνω συμβόλαια και ήδη αναφέρθηκε, ήταν χερσότοπος, όπως και το απαλλοτριωθέν εδαφικό τμήμα αυτού και, συνεπώς, κάθε ισχυρισμός περί καλλιέργειάς του επί 20ετία στο σύνολο αυτού, τύγχανε ουσία αβάσιμος, αναγνωρίσθηκαν ως μοναδικοί δικαιούχοι της προσδιορισθείσας αποζημίωσης, την οποία και εισέπραξαν, ενώ δεν την δικαιούνταν ως προς το αναλογούν στους ενάγοντες ποσό. Η ανωτέρω συμπεριφορά τους τυγχάνει αντίθετη προς το άρθρο 26 του Ν. 2882/2001, δεν συνιστά, όμως, αδικοπραξία, αν ληφθεί υπόψη ότι διατάχθηκαν δύο πραγματογνωμοσύνες, για να διαπιστωθεί η θέση, η έκταση και τα όρια των διεκδικούμενων τμημάτων, ότι τα διεκδικούμενα από τις δύο πλευρές εναγόντων / εφεσιβλήτων τμήματα επικαλύπτονται. Εσφαλμένα, επομένως, δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι εναγόμενοι, τελώντας σε πλήρη γνώση όλων των δεδομένων της ένδικης διαφοράς, παραπλάνησαν το δικαστήριο, προσκομίζοντας ψευδή αποδεικτικά μέσα, με αποτέλεσμα να καρπωθούν την αποζημίωση της απαλλοτρίωσης, της οποίας δεν είναι δικαιούχοι. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου περί αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης από απαλλοτρίωση στο πολιτικό δικαστήριο, δεν προσκόμισαν κανένα ψευδές αποδεικτικό στοιχείο, κανένα πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο, ο δε μάρτυρας Α. Γ. κατέθεσε όχι μόνο για την δική τους ιδιοκτησία αλλά για όλους τους δικαιούχους του αγροκτήματος Α. (45 αιτούντες) και η σχετική μαρτυρία του, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, περιορίζεται στις κάτωθι επί λέξει αναφορές: «Είμαι αγροφύλακας της Κοινότητας Α.. Εγώ έχω 30 χρόνια αγροφύλακας και γνωρίζω ότι είναι δικά τους τα κτήματα, τα καλλιεργούν και τα νέμονται πάνω από 20 χρόνια και δεν ενοχλήθηκαν ποτέ από κανέναν. Τα έχουν από τους παππούδες τους. Εγώ τους βλέπω κάθε μέρα στα κτήματα να τα καλλιεργούν». Ο εν λόγω μάρτυρας δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στους εναγομένους, αλλά παρείχε μια γενική μαρτυρία, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι δόθηκε μετά από δική τους παρότρυνση. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, η με φερόμενη ημερομηνία σύνταξης 2.2.2009 εξώδικη δήλωση των εναγόντων της α’ αγωγής κοινοποιήθηκε στους δύο από τους εναγομένους δύο ημέρες μετά την είσπραξη της αποζημίωσης, δηλ. στις 26.2.2009 και στους λοιπούς στις 3.3.2009, συνεπώς, η κοινοποίηση της εξώδικής όχλησης έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της είσπραξης της αποζημίωσης. Τέλος, δεν υπάρχει καταδικαστική για τους εναγομένους ποινική απόφαση, αφού για τις μεν δύο πρώτες έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω θανάτου, η δε Π. Σ., που εκπροσωπούσε και τον ανήλικο τότε Μ. Α., αθωώθηκε με την υπ’ αριθμ. 178/23.4.2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για την πράξη της απάτης στο δικαστήριο σε βαθμό κακουργήματος. Επομένως, οι εναγόμενοι, με την ως άνω συμπεριφορά τους, η οποία τυγχάνει αντίθετη προς το άρθρο 26 του Ν. 2882/2001, αλλά και ακολούθως με την, εκ μέρους τους, είσπραξη της προσωρινής αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης, προσέβαλαν το ενοχικό δικαίωμα των εναγόντων προς αναζήτηση της οφειλόμενης προς αυτούς αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του ακινήτου τους, που αντιστοιχούσε στο ανήκον σε αυτούς απαλλοτριωθέν εδαφικό τμήμα, την οποία οι εναγόμενοι οφείλουν να τους αποδώσουν.
Περαιτέρω, σύμφωνα, με την ίδια ως άνω πραγματογνωμοσύνη, στο διαιρετό εδαφικό τμήμα, ιδιοκτησίας των εναγόντων της υπό στοιχείο α’ αγωγής αντιστοιχούσε τμήμα της εισπραχθείσας από τους εναγομένους της υπό στοιχείο α’ αγωγής αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης, συνολικού ποσού (αξία γης 7.123,76 X 28 Ε/ τμ + αποζημίωση κατ’ αποκοπήν για την ασβεστοκάμινο εκ 1.000 Ε) 200.462,76 Ε. Οι αρχικώς εναγόμενοι της υπό στοιχείο α’ αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Ν. 2882/2001 δηλώνοντας στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας ότι τυγχάνουν αποκλειστικοί δικαιούχοι της αποζημίωσης, εισέπραξαν, η μεν Κ., χήρα Μ. Α., κατά ποσοστό 4/16, που αντιστοιχεί σε ποσό εκ 50.115,69 Ε, η Μ. Α., σύζυγος Κ. Κ., κατά ποσοστό 6/16, που αντιστοιχεί σε ποσό εξ 75.173,54 Ε, ο Μ. Α. του Π. ή Π., κατά ποσοστό 4,5/16, που αντιστοιχεί σε ποσό εκ 56.380,15 Ε και η Π. Σ., χήρα Π. ή Π. Α., κατά ποσοστό 1,5/16, που αντιστοιχεί σε ποσό εξ 18.793,38 Ε. Συνακόλουθα, έκαστος των αρχικώς εναγομένων όφειλε να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων της υπό στοιχείο α’ αγωγής, το 1/4 της ως άνω εκ μέρους τους εισπραχθείσας αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης και πιο συγκεκριμένα η πρώτη εναγομένη το ποσό των 12.528,92 Ε, η δεύτερη εναγομένη το ποσό των 18.793,38 Ε, ο τρίτος εναγόμενος το ποσό των 14.095,04 Ε και η τέταρτη εναγόμενη το ποσό των 4.698,35 Ε. Λόγω του εν επιδικία επισυμβάντος θανάτου της πρώτης και της δεύτερης εναγομένης και της υπεισέλευσης στη δικονομική της θέση των αναφερομένων ως άνω 3ης, 4ης και 5ου των εκκαλούντων εξ αδιαθέτου κληρονόμων τους, έκαστος αυτών οφείλει να αποδώσει στους ενάγοντες της υπό στοιχείο α’ αγωγής, το αναλογούν στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό του μερίδιο τμήμα της παρανόμως εισπραχθείσας από αυτές αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης.
Επίσης, από την ίδια από 9.4.2014 πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος ως άνω πραγματογνώμονα, Β. Μ., αποδεικνύεται ότι στο μέρος του απαλλοτριωθέντος ως άνω αγροτεμαχίου, που περιγράφηκε από τον ίδιο πραγματογνώμονα με τα στοιχεία 224-…-224 επί του συνοδεύοντος την πραγματογνωμοσύνη τοπογραφικού διαγράμματος, το οποίο ανήκε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην ενάγουσα της υπό στοιχείο β’ αγωγής, ενώ κατά το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου συγκύριοι ήταν οι εναγόμενοι αυτής και είχε επιφάνεια 11.226,35 τμ, αντιστοιχούσε τμήμα της εισπραχθείσας από τους εναγομένους της υπό στοιχείο β’ αγωγής αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης, συνολικού ποσού (αξία γης 11.226,35 X 28 Ε/τμ + αποζημίωση κατ’ αποκοπήν για ερειπωμένο κτίσμα 40 Ε) 314.377,80 Ε, το οποίο εισέπραξαν στο σύνολό του οι αρχικώς εναγόμενοι της υπό στοιχείο β’ αγωγής, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Ν. 2882/2001 εμφανιζόμενοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας ως αποκλειστικοί δικαιούχοι της αποζημίωσης, ενώ το ήμισυ αυτού, ήτοι ποσό 157.188,90 Ε, δικαιούταν να λάβει ως αποζημίωση, λόγω απαλλοτρίωσης, η ενάγουσα, Μ. Γ.. Πιο συγκεκριμένα εισέπραξαν η μεν Κ., χήρα Μ. Α., ποσοστό 4/16 της ορισθείσας αποζημίωσης, που αντιστοιχεί σε ποσό εκ 78.594,45 Ε, ενώ έπρεπε να λάβει το ήμισυ αυτού, ήτοι ποσό 39.297,22 και το υπόλοιπο εκ 39.297.45 έπρεπε να λάβει η ενάγουσα της β’ αγωγής, η Μ. Α., σύζυγος Κ. Κ., εισέπραξε ποσοστό 6/16 που αντιστοιχεί σε ποσό εξ 117.891,67 Ε, ενώ έπρεπε να λάβει το ήμισυ αυτού, ήτοι ποσό 58.945,84 και το υπόλοιπο εκ 58.945,84 Ε έπρεπε να λάβει η ενάγουσα της β’ αγωγής, ο Μ. Α. του Π. ή Π. εισέπραξε ποσοστό 4,5/16 που αντιστοιχεί σε ποσό εξ 88.418,76 Ε, ενώ έπρεπε να εισπράξει μόνον 44.209,38 Ε και το υπόλοιπο ποσό των 44.209,38 Ε έπρεπε να λάβει η ενάγουσα της β’ αγωγής και η Π. Σ., χήρα Π. ή Π. Α. έλαβε ποσοστό 1,5/16 επ’ αυτής, που αντιστοιχεί σε ποσό εξ 29.472,92 Ε, ενώ το ήμισυ αυτού, ήτοι ποσό 14.736,46 Ε δεν το δικαιούταν και έπρεπε να εισπραχθεί από την ενάγουσα της β’ αγωγής. Συνακόλουθα, έκαστος των αρχικώς εναγομένων όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο β’ αγωγής, το 1/2 της ως άνω χωρίς δικαίωμα εκ μέρους τους εισπραχθείσας αποζημίωσης, λόγω απαλλοτρίωσης και πιο συγκεκριμένα η πρώτη εναγομένη το ποσό των 39.297,22 Ε, η δεύτερη εναγομένη το ποσό των 58.945,84 Ε, ο τρίτος εναγόμενος το ποσό των 44.209,38 Ε και η τέταρτη εναγόμενη το ποσό των 14.736,46 Ε. Λόγω του εν επιδικία επισυμβάντος θανάτου της πρώτης και της δεύτερης εναγομένης και της υπεισέλευσης στη δικονομική της θέση των αναφερομένων ως άνω 3ης και 4ης των εκκαλούντων εξ αδιαθέτου κληρονόμων τους, εκάστη αυτών οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο β’ αγωγής, το αναλογούν στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους μερίδιο τμήμα της χωρίς δικαίωμα εισπραχθείσας από αυτές αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης.
Τέλος, το υπόλοιπο της εισπραχθείσας αποζημίωσης, ποσού (4.901,30 X 28 Ε/ τμ) 137.236,40 Ε, νομίμως εισέπραξαν οι εναγόμενοι αμφοτέρων των αγωγών, καθόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, τούτο αντιστοιχούσε στο διαιρετό τμήμα, εμβαδού 4.901,30 τμ της απαλλοτριωθείσας έκτασης, που ανήκε αποκλειστικά στους ίδιους. Επομένως και οι δύο αγωγές έπρεπε να γίνουν εν μέρει δεκτές ως προς την κυρία τους βάση τη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.4, 26 παρ. 12 του ν. 2882/2001.Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τα παραπάνω ποσά στους ενάγοντες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση των αγωγών τους, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, πλην όμως με εσφαλμένη αιτιολογία, αφού δέχτηκε και την τέλεση αδικοπραξίας εκ μέρους των εναγομένων (χωρίς, όμως, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, και να απαγγείλει προσωπική κράτηση για τις άνω των 30.000 Ε οφειλές). Επομένως, πρέπει ν’ απορριφθούν οι αντίστοιχοι λόγοι της έφεσης και του προσθέτου λόγου ως αβάσιμοι και να γίνει αντικατάσταση της αιτιολογίας (άρθ. 534 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι τα παραπάνω ποσά, ανεξαρτήτως τελέσεως αδικοπραξίας, οφείλονται, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση των αγωγών κατ’ άρθρο 346 ΑΚ.
6. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση και ο πρόσθετος λόγος ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν…