4/2018 ΤρΕφΛαρ (Επί εκχώρησης εξ επαχθούς αιτίας, ευθύνη εκχωρητή για την ύπαρξη απαίτησης και παρεπόμενων δικαιωμάτων)

4/2018

Πρόεδρος: Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου
Εισηγήτρια: Αθηνά Μίξιου
Δικηγόροι: Ιωάν. Χριστοφίδης, Μιχ. Βασιλικός

Επί εκχώρησης εξ επαχθούς αιτίας, ευθύνη εκχωρητή για την ύπαρξη απαίτησης και παρεπόμενων δικαιωμάτων.
Αν προκύπτει σαφώς ότι η εκχώρηση έγινε αντί καταβολής χρέους προς τον εκδοχέα, απόσβεση αυτού, άλλως θεωρείται ότι έγινε χάριν καταβολής και ο εκδοχέας υποχρεούται να επιδιώξει πρώτα είσπραξη της εκχωρηθείσας απαίτησης και μόνο επί αποτυχίας δικαιούται να επανέλθει στην αξίωσή του εκ της αρχικής ενοχής άλλως αναβλητική ένσταση εναγόμενου οφειλέτη. Δυνατή όμως συμφωνία ότι ο δανειστής δικαιούται να επιδιώξει ικανοποίηση παράλληλα εκ της νέας και παλαιάς ενοχής.
Έγγραφες συμβάσεις εκχώρησης στην καθής δανείστρια απαιτήσεων του ανακόπτοντος κατά ΟΤΑ.

{…} Κατά το άρθρο 467 ΑΚ, σε περίπτωση εκχωρήσεως από επαχθή αιτία ο εκχωρητής ευθύνεται για την ύπαρξη της απαίτησης, δηλαδή ότι συνέτρεξαν, οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη γέννησή της και ότι εξακολουθεί υφιστάμενη. Εγγυάται επίσης για την ύπαρξή των παρεπομένων δικαιωμάτων της απαιτήσεως. Η περαιτέρω ευθύνη του καθορίζεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την επαχθή δικαιοπραξία, η οποία αποτέλεσε και την αιτία της εκχώρησης. Εξάλλου, από το άρθρο 421 ΑΚ, που ορίζει ότι αν ο οφειλέτης, για να ικανοποιήσει το δανειστή αναλάβει απέναντί του νέα υποχρέωση αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο, σε συνδυασμό με το άρθρο 455 του ίδιου Κώδικα για την εκχώρηση, συνάγεται σαφώς ότι η εκχώρηση της απαιτήσεως μπορεί να έχει ως αιτία την ικανοποίηση του εκδοχέα ως δανειστή του εκχωρητή χρηματικής απαίτησης. Και αν μεν προκύπτει σαφώς ότι αυτή έγινε σε αντικατάσταση του χρέους προς τον εκδοχέα, δηλαδή αντί καταβολής, τότε επέρχεται απόσβεση του χρέους αυτού, αν δε δεν προκύπτει σαφώς μια τέτοια πρόθεση, τότε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 421 ΑΚ, θεωρείται ότι η εκχώρηση έγινε με σκοπό καταβολής, δηλαδή προς διευκόλυνση της ικανοποιήσεως του δανειστή (εκδοχέα). Και στην περίπτωση όμως αυτή ο εκδοχέας έχει υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεως που εκχωρήθηκε και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας δικαιούται να επανέλθει στην αξίωση του από την αρχική ενοχή (ΑΠ 392/2000, ΑΠ 1463/1998 Νόμος). Η υποχρέωση αυτή του δανειστή στηρίζεται στη φύση της εκχωρήσεως χάριν καταβολής ως οιονεί εντολής του οφειλέτη προς τον δανειστή να εισπράξει την εκχωρούμενη απαίτηση, άλλως στη συναλλακτική καλή πίστη. Εφόσον συνήφθη σύμβαση, με την οποία ο οφειλέτης αναλαμβάνει έναντι του δανειστή του από άλλη ενοχική σχέση νέα υποχρέωση, ο δανειστής έχει πλέον υπέρ αυτού δύο ενοχές. Τα εκ των δύο όμως ενοχών δικαιώματά του δεν δύναται να ασκήσει κατά τη σειρά της εκλογής του, όπως συμβαίνει επί διαζευκτικής ενοχής (ΑΚ 305 επ.), αλλά οφείλει να επιδιώξει την ικανοποίησή του πρώτα από τη συναφθείσα νέα ενοχή. Αλλιώς, αποκρούεται με σχετική αναβλητική ένσταση του εναγομένου οφειλέτη, διότι η αξίωσή του να ικανοποιηθεί από την πρώτη ενοχή, πριν επιδιώξει την ικανοποίησή του από τη δεύτερη, αντιτίθεται, κατά τ’ ανωτέρω, στο πνεύμα της συναφθείσας σύμβασης, που περιέχει την υπόσχεση χάριν καταβολής. Έτσι, επέρχεται αναστολή του απαιτητού της οφειλόμενης παροχής από την πρώτη ενοχή μέχρις ότου εκπληρωθεί (ή φανεί ότι είναι αδύνατο να εκπληρωθεί) η νέα υποχρέωση. Ενόψει όμως του ότι η διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, ουδέν εμποδίζει να συμφωνηθεί ρητώς ότι ο δανειστής δεν υποχρεούται, αλλά δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίησή του από τη νέα ενοχή, με την έννοια της δυνατότητας παράλληλης άσκησης των δικαιωμάτων του και από την παλαιά και από τη νέα ενοχή (ΑΠ 1537/2004 Νόμος).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την με αρ. …/28.5.2009 σύμβαση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και του πρώτου των ανακοπτόντων, παρασχέθηκε σε αυτόν πίστωση µέχρι του ποσού των 500.000 Ε και ανοίχτηκαν οι υπ’ αριθµ. … λογαριασµοί. Την οµαλή εξέλιξη της ανωτέρω σύµβασης εγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα, ευθυνόµενη ως πρωτοφειλέτρια, µετά από παραίτηση από την ένσταση της διζήσεως (άρθρο 857 ΑΚ). Στη συνέχεια, η καθ’ ης η ανακοπή έκλεισε, την 5.11.2010, τους ανωτέρω λογαριασµούς µε κατάλοιπο σε βάρος των ανακοπτόντων, ο µεν πρώτος από 201.063,76 Ε, ο δε δεύτερος από 17.40,83 Ε και συνολικά 218.204,59 Ε. Η καθ’ ης η ανακοπή πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόµενης, υπ’ αριθµ. 101/2011, διαταγής πληρωµής του δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Βόλου, µε την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες, µε την ιδιότητα, που προαναφέρθηκε για τον καθένα, να καταβάλουν στην καθ’ ης το ανωτέρω χρηµατικό ποσό των 218.204,59 Ε, µε το νόµιµο τόκο υπερηµερίας από 6.11.2010, πλέον εξόδων. Πριν την έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, καταρτίστηκαν, εγγράφως, μεταξύ της καθ’ ης και του πρώτου ανακόπτοντος οι κάτωθι συµβάσεις ενεχύρασης της απαίτησης, δυνάµει των οποίων ο ανακόπτων εκχώρησε στην καθ’ ης ισάριθµες απαιτήσεις του κατά της νοµαρχιακής αυτοδιοίκησης Μ. και των δήµων Σ. και Μ. Μ., συνολικού ποσού από 227.179,98 Ε. Ειδικότερα, ο ανακόπτων εκχώρησε στην καθ’ ης: 1) µε την από 4.6.2009 σύµβαση, απαίτησή του κατά της νοµαρχιακής αυτοδιοίκησης Μ., ποσού 29.370,71 Ε, 2) με την από 4.6.2009 σύµβαση, απαίτησή του κατά του δήµου Σ., ποσού 32.478 Ε, 3) µε την από 30.7.2009 σύµβαση, απαίτησή του κατά του δήµου Σ., ποσού 95.164 Ε, 4) με την από 9.9.2009 σύµβαση, απαίτησή του κατά της νοµαρχιακής αυτοδιοίκησης Μ., ποσού 15.319 Ε, 5) µε την από 18.11.2009 σύµβαση, απαίτησή του κατά του δήµου Μ., ποσού 41.328 Ε και 6) µε την από 4.12.2009 σύµβαση, απαίτησή του κατά του δήµου Σ., ποσού 13.520 Ε.
Οι ανακόπτοντες, µε το µοναδικό λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι οι ανωτέρω εκχωρήσεις των απαιτήσεων του πρώτου τούτων προς την καθ’ ης έγιναν «αντί» εξόφλησης και εποµένως αυτή, ικανοποιηθείσα πλήρως, δεν δικαιούνταν να επιδιώξει την έκδοση της προσβαλλόµενης διαταγής πληρωµής, η οποία για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί, άλλως ότι οι ανωτέρω εκχωρήσεις έγιναν «χάριν» εξόφλησης και η καθ’ ης όφειλε προηγουμένως, να επιδιώξει την ικανοποίησή της από την είσπραξη των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας είσπραξής τους, να επανέλθει στην αξίωσή της από την αρχική ενοχή. Ωστόσο, στο άρθρο 8 αρ. 11 της με αρ. …/28.5.2009 δανειακής σύμβασης, που αφορά την εξασφάλιση των απαιτήσεων, αναφέρεται ότι τα χρηματόγραφα, αξιόγραφα, που παραδίδονται από τον οφειλέτη στην Τράπεζα, όπως και κάθε είδους υπόσχεση χάριν καταβολής (π.χ. εκχώρηση απαιτήσεων) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι «αντί» καταβολής ή έναντι του λογαριασμού, αλλά διατηρούν την αυτοτέλειά τους και η Τράπεζα έχει την ευχέρεια να ασκεί όλα τα δικαιώματά της από αυτά «παράλληλα» με τα δικαιώματά της από τη σύμβαση. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 όλων των προαναφερομένων συμβάσεων ενεχύρασης αναγράφεται ότι ο ενεχυράζων δηλώνει ότι έλαβε πλήρη γνώση των όρων της σύμβασης πίστωσης και τους έχει αποδεχτεί ανεπιφύλακτα. Παρεκτός τούτων, στο άρθρο 3 των συμβάσεων ενεχύρασης προβλέπεται ότι η Τράπεζα δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίησή της από τη νέα ενοχή, χωρίς να διαλαμβάνεται κάποια δέσμευσή της για προηγούμενη επιδίωξη δικαστικής ή εξώδικης ικανοποίησης των εκχωρηθεισών απαιτήσεων του ανακόπτοντος προς τρίτους.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανωτέρω εκχώρηση των απαιτήσεων δεν έγινε «αντί» καταβολής αφού αυτό προβλέπεται ρητά από τη δανειακή σύμβαση. Επιπλέον, εφόσον συμφωνείται ρητώς ότι η τράπεζα δεν υποχρεούται, αλλά δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίησή της από τη νέα ενοχή, αυτή (τράπεζα) έχει τη δυνατότητα παράλληλης άσκησης των δικαιωμάτων της και από την παλαιά και από τη νέα ενοχή. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η καθ’ ης αποπειράθηκε ατελέσφορα να εισπράξει τις απαιτήσεις των ανακοπτόντων από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Μ. και το δήμο Σ., λόγω έλλειψης έγκυρης ασφαλιστικής ενημερότητας από τον ανάδοχο, φορολογικής ενημερότητας κλπ (βλ. τις υπ’ αριθμ. … ειδοποιήσεις της περιφέρειας Θ. και δήμου Σ., αντίστοιχα). Ενόψει των ανωτέρω, τόσο ο κύριος όσο και επικουρικά προβαλλόμενος λόγος της επίδικης ανακοπής είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τα ίδια κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε και ο σχετικός (μοναδικός) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της…