7/2018 ΤρΕφΛαρ (Διάρρηξη απαλλοτρίωσης από δανειστή με γεννημένη κατά το χρόνο αυτής απαίτηση – Δικαιούχος αποζημίωσης ο τελευταίος κομιστής επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης για πληρωμή)

7/2018

Πρόεδρος: Αργυρώ Αρναούτη-Μπλέτσα
Εισηγήτρια: Ελένη Μούρτζη Δικηγόροι: Κων. Χαραράς, Ευάγ. Κατσαβός

Διάρρηξη απαλλοτρίωσης από δανειστή με γεννημένη κατά το χρόνο αυτής απαίτηση, έστω και υπό αίρεση ή προθεσμία, αρκεί να καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση.
Ο κομιστής μεταχρονολογημένης επιταγής δικαιούται σε διάρρηξη δικαιοπραξίας του εκδότη, έστω και αν δεν είχε παρέλθει κατά το χρόνο απαλλοτρίωσης η φερόμενη ημερομηνία έκδοσης ή δεν είχε εμφανισθεί προς πληρωμή.
Χρόνος απαλλοτρίωσης ακινήτου ο της κατάρτισης δικαιοπραξίας και όχι μεταγραφής.
Δικαιούχος αποζημίωσης ο τελευταίος κομιστής επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης για πληρωμή, αλλά και κάθε εξ αναγωγής υπόχρεος που την πλήρωσε και έγινε ξανά νόμιμος κομιστής, ως και ο εξ οπισθογράφησης λόγω ενεχύρου δικαιούχος με ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου.
Επί οπισθογράφησης με ρήτρα «κατά πληρεξουσιότητα» μη μετάθεση κυριότητας τίτλου, αλλά ο κομιστής ασκεί τα εκ της επιταγής δικαιώματα ως αντιπρόσωπος του εντολέα.
Δικαίωμα πληρώσαντος την επιταγή να διαγράψει την οπισθογράφησή του, ως και τις τοιαύτες των επόμενων οπισθογράφων ώστε να εμφανίζεται και ως τελευταίος κομιστής.
Επί ακάλυπτης επιταγής συρροή αξίωσης αδικοπρακτικής αποζημίωσης με αξίωση από το νόμο επιταγών, μόνο δε η απόσβεση της μίας (και όχι η παραγραφή) αποσβήνει και την άλλη καθό μέρος την καλύπτει. 5ετής παραγραφή αξίωσης εξ αδικοπραξίας και όχι 6μηνη από τη λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση.
{…} Κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επόμενων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Ως δανειστής κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως νοείται κάθε δανειστής του οποίου η απαίτηση είναι, κατά τον χρόνο που επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση, γεγενημένη έστω και αν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία, αρκεί μόνο κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως να έχουν συντελεσθεί τα δικαιοπαραγωγικά της απαίτησης γεγονότα και να έχει αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο (ΑΠ 1189/2003 Δνη 45. 461, ΑΠ 1387/1999 Δνη 41. 742, ΕφΑθ 2742/2003 Δνη 45. 242). Έτσι, ο κομιστής μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής η οποία είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει» (ΑΠ 193/1999 Δνη 40.1054) δικαιούται κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 939 ΑΚ σε διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στην οποία προέβη ο εκδότης αυτής (οφειλέτης του) μετά την παράδοσή της σ’ αυτόν, ακόμη και αν δεν είχε παρέλθει κατά τον χρόνο απαλλοτριώσεως η φερόμενη ως ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής ή δεν είχε αυτή εμφανισθεί προς πληρωμή, καθόσον η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν.5960/1933, επιταγής και την παράδοσή της στον λήπτη σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, ή στον περαιτέρω εξ οπισθογραφήσεως κομιστή (Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, έκδ. 1998). Χρόνος εξάλλου της απαλλοτριώσεως είναι επί μεταβιβάσεως ακινήτου ο χρόνος καταρτίσεως της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας και όχι ο χρόνος μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου (ΕφΑθ 6061/1995 Δνη 37.1133) ενώ το αίτημα της αγωγής διαρρήξεως είναι πλέον (μετά τον Ν. 2298/1995) η απαγγελία της διαρρήξεως της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται αίτημα αναμεταβίβασης του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον τρίτο προς τον οφειλέτη ούτε σώρευση αιτήματος για καταδίκη του τρίτου κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ σε δήλωση βουλήσεως για αναμεταβίβαση στον οφειλέτη του απαλλοτριωθέντος (ΕφΑθ 518/2000 Δνη 41. 1412, ΕφΑθ 9585/1995 Δνη 36. 1453) (ΕφΑθ 1220/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 535). Έτσι σε περίπτωση έκδοσης μεταχρονολογημένων επιταγών, η αξίωση του δανειστή που στηρίζεται σε αυτές θεωρείται ότι έχει γεννηθεί από το χρόνο της πραγματικής έκδοσης αυτών, αφού αυτές είναι πάντοτε «πληρωτέες εν όψει» (ΕφΘεσ 964/2006 Αρμ 2007. 708). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.
Επίσης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. δ. 1325/1972, η οποία θεσπίστηκε για την προστασία και του ιδιωτικού συμφέροντος, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ’ αυτό όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια τράπεζα και γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής διαθέσιμο αντίκρισμα για την πληρωμή της. Ενώ κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006, ο εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της δικαιούται να λάβει αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ για τις αδικοπραξίες. Από τις διατάξεις αυτές και τις διατάξεις των άρθρων 297 298 και 914 επ. ΑΚ προκύπτει ότι όποιος εκδίδει ακάλυπτη επιταγή και ζημιώνει με αυτόν τον τρόπο παράνομα και υπαίτια άλλον έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Η αδικοπρακτική αξίωση συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρα 40-47 ν. 5960/1933) και απόκειται στον δικαιούχο να επιλέξει ποια από τις δύο αξιώσεις θα ασκήσει. Δικαιούχος της σχετικής αποζημίωσης είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής, δηλαδή ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο εμφάνισής της για πληρωμή, αλλά και κάθε υπογραφέας που ως εξ αναγωγής υπόχρεος πλήρωσε την επιταγή και έγινε ξανά νόμιμος κομιστής αυτής, αφού αυτός βαρύνεται τελικά με τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής η οποία ζημία προκαλείται από την παράνομη πράξη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής και συνδέεται αιτιωδώς με αυτή (ΟλΑΠ 24/2007, ΑΠ 1521/2014 ΧρΙδΔ 2015. 219). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλο λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής) ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου (άρθρο 1255 ΑΚ). Αν όμως η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος (ΑΠ 1843/2011).
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν. 5960/1933 η οπισθογράφηση μπορεί να περιέχει τη ρήτρα «αξία εις κάλυψη» «προς είσπραξη» «κατά πληρεξουσιότητα» ή κάθε άλλη μνεία που ενέχει απλή εντολή. Η οπισθογράφηση αυτή δεν επάγεται μετάσταση της κυριότητας του τίτλου και του δικαιώματος που πηγάζει απ’ αυτόν, αλλά ο κομιστής λόγω πληρεξουσιότητας ασκεί τα από την επιταγή δικαιώματα πάντοτε ως αντιπρόσωπος του εντολέα του και όχι στο δικό του όνομα (ΑΠ 451/08 Ποιν, ΑΠ 963/07 Ποιν, ΕφΑθ 2292/06
Νόμος). Εξάλλου πλην των δικαιωμάτων που έχει ο οπισθογράφος επιταγής, που έδωσε εντολή σε άλλον να την εισπράξει για λογαριασμό του, από τη σύμβαση της επιταγής, νομιμοποιείται επίσης αυτός ο ίδιος ως αντιπροσωπευόμενος εντολέας, και όχι ο ως αντιπρόσωπός του καταστάς κομιστής της, να ζητήσει να του επιδικαστεί αποζημίωση κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής για το ισόποσο της από την αδικοπραξία σύμφωνα με τα ως άνω άρθρ. 914 297 ΑΚ και 79 ν. 5960/1933, αφού αυτός τελικά είναι ο άμεσος ζημιούμενος (ΕφΑθ 62/2010 Δικογρ 2010. 95, ΕφΑθ 2292/2006 ΕφΑθ 7954/2002 ΕφΘεσ
2546/2006 Νόμος). Σημειώνεται ότι το δικαίωμα αναγωγής του (τελευταίου) κομιστή κατά του εκδότη και των προγενεστέρων υπογραφέων της επιταγής, παρέχεται από τις διατάξεις του Ν. 5960/1933 (άρθρο 44) σε οποιοδήποτε υπογραφέα της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε. Ο οπισθογράφος δε που πλήρωσε την επιταγή, δύναται επιπλέον να διαγράψει την οπισθογράφησή του καθώς και τις οπισθογραφήσεις των επομένων οπισθογράφων, με συνέπεια να εμφανίζεται και ως τελευταίος κομιστής που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων (άρθρα 19 και 47 παρ. 2 του Ν. 5960/1933). Αντίθετη άποψη, ότι δηλ. δικαιούχος της αποζημιώσεως από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής αυτής, δεν συνάγεται ούτε από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 που είχε προστεθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 και κατά την οποία η ποινική δίωξη (για την πράξη της παρ. 1) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Τούτο δε διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όρος «κομιστής» της επιταγής χρησιμοποιείται στην παραπάνω διάταξη μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Κατά συνέπεια ως «κομιστής» θεωρείται κατά τη διάταξη αυτή και ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Εξάλλου η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 και ορίζεται πλέον ρητώς ότι δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως έχουν τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε με το παραπάνω άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 για την άρση κάθε αμφισβήτησης ότι ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ.). Τέλος η άποψη ότι ο εξ αναγωγής δικαιούχος ή ο ενεχυράσας την επιταγή κομιστής δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως κατά τα άρθρα 914 και επ. ΑΚ οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα που δεν συνάγονται από το σκοπό του νόμου, αφού έτσι ωφελείται τελικά ο εκδότης παρότι η δόλια συμπεριφορά του αποτελεί εκτροπή του θεσμού της επιταγής από την κατά νόμο λειτουργία του και συντελεί στη μείωση της αξιοπιστίας της επιταγής ως ex lege οργάνου πληρωμών. Το ότι ο παραπάνω ζημιωθείς έχει δικαίωμα να στραφεί κατά του εκδότη ή των προηγουμένων οπισθογράφων ασκώντας το προαναφερόμενο δικαίωμα αναγωγής αυτών δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού η παρεχόμενη από τις σχετικές διατάξεις προστασία είναι ενδεχόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποβαίνει αναποτελεσματική. Επομένως και υπό την ισχύ της παρ. 5 του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006, ο μεταβιβάσας την επιταγή ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε εκ νέου νόμιμος κομιστής αυτής έχει αξίωση αποζημιώσεως κατά του εκδότη ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (Α’ ΟλΑΠ 23-25, 29/2007 ΑΠ 1550/2013 ΔΕΕ 2014.62, ΑΠ 377/2013 ΕΕμπΔ 2013. 638, ΑΠ 1063/2009 ΕΕμπΔ 2010.373).
Εξάλλου η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40) διότι όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης. Η άσκηση της μιας από τις αξιώσεις αυτές δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία και δεν αποκλείει την άσκηση της άλλης. Εναπόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά. Δεν εμποδίζεται η απόκτηση εκτελεστού τίτλου τόσο από την επιταγή όσο και από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Περαιτέρω η παραγραφή της μιας αξίωσης δεν επηρεάζει την ύπαρξη της άλλης. Μόνον απόσβεση της μιας εξ αυτών αποσβήνει και την άλλη, κατά το μέρος που την καλύπτει (Ι. Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής β’ έκδοση σελ. 328-329, ΕφΑθ 3605/1990 Δνη 31.1539). Εφόσον η ένδικη αξίωση θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 937
ΑΚ παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση και δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 52 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής» όπου προβλέπει εξάμηνη παραγραφή από τη λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση της επιταγής (ΕφΑθ 4521/2010 ΔΕΕ 2012.95 ΕφΛαρ 42/2002 Δικογρ 2003. 37).
{…} Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία η οποία διατηρεί στη Λ. επιχείρηση εμπορίας ελαστικών αυτοκινήτων και συναφών ειδών στα πλαίσια άσκησης της εμπορικής της δραστηριότητας κατά το χρονικό διάστημα μέχρι το τέλος του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011 συνήψε με τον πρώτο εκκαλούντα ο οποίος διατηρούσε από το έτος 2008 μέχρι και το μήνα Απρίλιο του έτους 2011 στη Λ. ατομική επιχείρηση ελαστικών αυτοκινήτων διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ελαστικών για τις ανάγκες της επιχείρησής του. Η συνεργασία των ανωτέρω δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθόσον ο πρώτος εκκαλών κατέστη υπερήμερος στην καταβολή τιμήματος πώλησης ελαστικών συνολικού ποσού 19.500,18 Ε, που αφορούσε απαίτηση της εφεσίβλητης από την πώληση εμπορευμάτων του χρονικού διαστήματος από
8.4.2010 μέχρι και 28.12.2010. Για την κάλυψη της παραπάνω απαίτησης της εφεσίβλητης ο πρώτος εκκαλών εξέδωσε οκτώ μεταχρονολογημένες επιταγές που εκδόθηκαν στη Λ. σε διαταγή της εφεσίβλητης και συγκεκριμένα εξέδωσε α) τη με αριθ.… τραπεζική επιταγή της «Μ. BANK» σε διαταγή της εφεσίβλητης με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 31.3.2011 ποσού 3.370 Ε, η οποία μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου στην «A. BANK» στις 20.12.2010 και αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 31.3.2011 δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης υπολοίπου στο λογαριασμό του εκδότη και σφραγίστηκε και στη συνέχεια αναλήφθηκε εκ νέου από την εφεσίβλητη και έτσι η τελευταία κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτής, (…) και η) τη με αριθ. … τραπεζική επιταγή της «Μ. BANK» σε διαταγή της εφεσίβλητης με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30.7.2011, ποσού 2.100 Ε, η οποία μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση στον Θ. Τ. και αν και εμφανίστηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 19.7.2011 δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης υπολοίπου στο λογαριασμό του εκδότη και σφραγίστηκε και στη συνέχεια, αναλήφθηκε εκ νέου από την εφεσίβλητη και έτσι η τελευταία κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτής. Επομένως η εφεσίβλητη ως εξ αναγωγής υπόχρεη των ανωτέρω επιταγών αποδεικνύοντας το δικαίωμά της από τους τίτλους με βάση την εξ αυτών προκύπτουσα αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, αποκτώντας εκ νέου τους τίτλους κατέστη νόμιμη κομίστρια των ως άνω επιταγών, καίτοι δεν ήταν νόμιμη κομίστρια κατά το χρόνο εμφάνισης αυτών και επομένως είναι δικαιούχος αποζημίωσης από τη μη πληρωμή τους. Περαιτέρω ο πραγματικός χρόνος έκδοσης των ως άνω τραπεζικών επιταγών αποδεικνύεται από τις αποδείξεις είσπραξης που προσκομίζει η εφεσίβλητη εκτιμώμενες σε συνδυασμό και με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με την επιμέλειά της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και είναι α) για τη με αριθμό … τραπεζική επιταγή η 26.8.2010, (…) και η) για τη με αριθμό … τραπεζική επιταγή η 28.10.2010. Για την παραπάνω απαίτηση, η εφεσίβλητη άσκησε σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος την από 21.7.2011 (αριθ. έκθ. κατάθ. 1086/21.7.11) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με αίτημα να υποχρεωθεί ο ήδη πρώτος εκκαλών να της καταβάλει το πιο πάνω ποσό των 19.070 Ε με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, με την απαγγελία σε βάρος του προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους, η συζήτηση δε της αγωγής αυτής ορίστηκε για τη δικάσιμο της 8.1.2013 και επιδόθηκε στον εναγόμενο και ήδη πρώτο εκκαλούντα στις 28.9.2011. Οι εκκαλούντες άλλωστε δεν αμφισβητούν ειδικά το ύψος της επίδικης απαίτησης. Επομένως ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη ο πρώτος εκκαλών ευθυνόμενος για τα χρέη της ατομικής του επιχείρησης έχει την ιδιότητα του οφειλέτη της εφεσίβλητης για την πιο πάνω απαίτησή της, η οποία είναι απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν τους παραδεκτά πρωτοδίκως προβληθέντες με τις προτάσεις τους ισχυρισμούς τους και ειδικότερα ότι η απαίτηση της εφεσίβλητης προερχόμενη από τις αναφερόμενες στην αγωγή τραπεζικές επιταγές δεν ήταν ληξιπρόθεσμη, καθόσον η εφεσίβλητη μεταβιβάζοντας τις επιταγές σε τρίτους απώλεσε το αρχικό δικαίωμα και στη συνέχεια πληρώνοντας η ίδια τις επιταγές έχει νέο δικαίωμα ως εξ αναγωγής και δεν αναβιώνει η παλαιά νομική της θέση, έτσι ώστε έπαυσε να φέρει την ιδιότητα της δανείστριας κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (11.4.2011) και ότι το εξ αναγωγής δικαίωμα της εφεσίβλητης έχει παραγραφεί, καθόσον δεν έχει ασκήσει αγωγή ή διαταγή πληρωμής εντός της εξάμηνης προθεσμίας από την πληρωμή κάθε επιταγής και επίσης ότι η απαίτηση της εφεσίβλητης κατά το χρόνο της μεταβίβασης (14.4.2011) δεν ήταν γεγενημένη και δεν προκύπτει η πληρωμή των επιταγών από την εφεσίβλητη με αποτέλεσμα η αγωγή να καθίσταται αόριστη και ότι δεν αποδεικνύεται το εξ αναγωγής δικαίωμα της εφεσίβλητης. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η τυπική νομιμοποίηση του κομιστή απαιτεί ο κάτοχος της οπισθογραφήσιμης επιταγής να αποδεικνύει το δικαίωμά του από τον τίτλο με βάση την εξ αυτού προκύπτουσα αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλον λόγω ενεχύρου, οπότε το δικαίωμα να την εμφανίσει προς πληρωμή έχει ο ενεχυρούχος δανειστής και αν η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος. Επίσης, η οπισθογράφηση με τη ρήτρα «αξία σε πίστωση λογαριασμού» δεν επάγεται μετάσταση της κυριότητας του τίτλου και του δικαιώματος που πηγάζει απ’ αυτόν, αλλά ο κομιστής, λόγω πληρεξουσιότητας ασκεί τα από την επιταγή δικαιώματα πάντοτε ως αντιπρόσωπος του εντολέα του και όχι στο δικό του όνομα και πλην των δικαιωμάτων που έχει ο οπισθογράφος επιταγής, που έδωσε εντολή σε άλλον να την εισπράξει για λογαριασμό του από τη σύμβαση της επιταγής, νομιμοποιείται επίσης αυτός ο ίδιος ως αντιπροσωπευόμενος εντολέας, και όχι ο ως αντιπρόσωπός του καταστάς κομιστής της να ζητήσει να του επιδικαστεί αποζημίωση κατά του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής για το ισόποσο της από την αδικοπραξία σύμφωνα με τα ως άνω άρθρ. 914, 297 ΑΚ και 79 ν. 5960/1933, αφού αυτός τελικά είναι ο άμεσος ζημιούμενος. Επομένως η εφεσίβλητη ως εξ αναγωγής υπόχρεη των ως άνω επιταγών που δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμή, αποδεικνύοντας το δικαίωμά της από τους ως άνω τίτλους με βάση την εξ αυτών προκύπτουσα αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων και αποκτώντας εκ νέου τους τίτλους, είναι νόμιμη κομίστρια αυτών και είναι εκείνη που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή των επιταγών και ως εκ τούτου είναι δικαιούχος της ως άνω απαίτησης αποζημιώσεως, ακόμη και αν δεν είναι ο κομιστής των επιταγών κατά το χρόνο της εμφανίσεώς τους (τελευταίος κομιστής) αλλά ως εξ αναγωγής υπόχρεη αποκτώντας εκ νέου τους τίτλους πληρώνοντας αυτές έγινε νόμιμη κομίστρια, αφού αυτή υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή τους η δε ζημία αυτής είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν και το δικαίωμα αναγωγής του (τελευταίου) κομιστή κατά του εκδότη και των προγενεστέρων υπογραφέων της επιταγής, παρέχεται από τις διατάξεις του Ν. 5960/1933 (άρθρο 44), σε οποιοδήποτε υπογραφέα της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε.
Το γεγονός ότι οι επίδικες επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες και ότι η επίδικη μεταβίβαση έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο των φερομένων ως ημεροχρονολογιών έκδοσης των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών, δεν ασκεί νομική επιρροή, καθόσον η εφεσίβλητη ως κομίστρια των μεταχρονολογημένων αυτών τραπεζικών επιταγών οι οποίες είναι πάντοτε πληρωτέες «εν όψει» δικαιούται κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 939 ΑΚ σε διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στην οποία προέβη ο εκδότης αυτής (οφειλέτης της) μετά την παράδοσή τους σ’ αυτήν, ακόμη και αν δεν είχε παρέλθει κατά το χρόνο απαλλοτριώσεως η φερόμενη ως ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής ή δεν είχε αυτή εμφανισθεί προς πληρωμή, καθόσον η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρης από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, επιταγής και την παράδοσή της στον λήπτη, σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, ή στον περαιτέρω εξ οπισθογραφήσεως κομιστή. Επομένως, η εφεσίβλητη είχε την ιδιότητα της δανείστριας κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (13.4.2011) και η απαίτησή της έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρων, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, ως άνω επιταγών, ήτοι από το χρόνο πραγματικής έκδοσης κάθε μίας εξ αυτών και την παράδοσή τους σε αυτή (λήπτρια), σε διαταγή της οποίας αυτές εκδόθηκαν και ως εκ τούτου τα παραγωγικά της απαίτησης της εφεσίβλητης περιστατικά υπήρχαν ήδη από το χρόνο παράδοσης σε αυτήν των ανωτέρω επιταγών που έλαβε χώρα μέχρι το τέλος του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011 και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (17.2.2015) η απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η εφεσίβλητη δεν είχε εφοδιαστεί με διαταγές πληρωμής περί καταβολής σε αυτήν των ενδίκων χρηματικών ποσών, δεν ασκεί νομική επιρροή και είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40) και επομένως, απόκειται στο δικαιούχο, να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά.
Επίσης, μη νόμιμος είναι και ο έτερος ισχυρισμός των εκκαλούντων περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως της εφεσίβλητης αφού αυτοί δεν επικαλούνται την συνδρομή των προϋποθέσεων της από το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ προβλεπομένης πενταετούς παραγραφής από της εκ μέρους της παθούσας γνώσης της ζημίας και του υποχρέου, αλλά επικαλούνται την κατά της εξ επιταγής απαιτήσεως της εφεσίβλητης προβλεπομένη από το άρθρο 52 του ν. 5960/1933 βραχυχρόνια παραγραφή (πάροδος εξαμήνου από της λήξεως της προθεσμίας προς εμφάνιση των ενδίκων επιταγών μέχρι την επίδοση στον πρώτο εκκαλούντα διαταγής πληρωμής ή αγωγής) και σαν τέτοιος κρίνεται σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα ως απορριπτέος, αφού η αξίωση της εφεσίβλητης σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (για την οποία ως προεκτέθηκε έχει ασκηθεί αγωγή σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος στις 28.9.2011) και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ παραγράφεται μετά πενταετία αφότου η παθούσα έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση και δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 52 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής» όπου προβλέπει εξάμηνη παραγραφή από τη λήξη της προθεσμίας προς εμφάνιση της επιταγής.
Τέλος η παράλειψη μνείας στην αγωγή των στοιχείων των τιμολογίων από τα οποία κατά τους ισχυρισμους των εκκαλούντων απορρέει η απαίτηση της εφεσίβλητης δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, καθόσον η απαίτηση της εφεσίβλητης στηρίζεται στις παραπάνω επιταγές και αναφέρει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο αυτής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί αοριστίας που προβάλλεται από τους εφεσίβλητους. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς ως αβάσιμους, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εκκαλών αν και ήταν οφειλέτης της εφεσίβλητης, αφού το παραπάνω χρέος του προς την τελευταία ήταν ήδη γεγενημένο, καθώς η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή, η οποία είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, επιταγής και την παράδοση της στον λήπτη σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, η δε απαίτηση της εφεσίβλητης έναντι του πρώτου εκκαλούντος ήταν ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται, κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να έχει εξοπλισθεί με δικαστικό τίτλο κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε προβεί σε απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. {…}

Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η καθ’ ης αποπειράθηκε ατελέσφορα να εισπράξει τις απαιτήσεις των ανακοπτόντων από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Μ. και το δήμο Σ., λόγω έλλειψης έγκυρης ασφαλιστικής ενημερότητας από τον ανάδοχο, φορολογικής ενημερότητας κλπ (βλ. τις υπ’ αριθμ. … ειδοποιήσεις της περιφέρειας Θ. και δήμου Σ., αντίστοιχα). Ενόψει των ανωτέρω, τόσο ο κύριος όσο και επικουρικά προβαλλόμενος λόγος της επίδικης ανακοπής είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τα ίδια κρίνοντας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε και ο σχετικός (μοναδικός) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της…